Βαρύ πένθος για τον μεγάλο αντιφατικό

Βαρύ πένθος για τον μεγάλο αντιφατικό

Τετάρτη, 22/10/2025 - 17:14

Διονύσης Σαββόπουλος (1944-2025)

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Στα 81 του χρόνια πέθανε χθες από ανακοπή καρδιάς ο επιδραστικότερος τραγουδοποιός της Ελλάδας, ο άνθρωπος που έκανε «σχολή» με τις εμπνεύσεις του, που μας πολιτικοποίησε με τα τραγούδια του, που μας «σκότωσε» και τον «σκοτώσαμε» χιλιάδες φορές ● Τώρα θα τον αποχαιρετήσουν κυρίως οι κορδωμένες παράτες και τα παχιά λόγια όσων τον ανακάλυψαν όψιμα και μόλις προχθές απαγόρευσαν τις συναθροίσεις στον Αγνωστο Στρατιώτη, ενώ οι υπόλοιποι, όσοι ενηλικιώθηκαν, πολιτικοποιήθηκαν και συνειδητοποιήθηκαν με τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», θα κλαίνε σχεδόν συνωμοτικά

«Τον σκοτώσαμε μέσα μας πολλές φορές μέχρι εδώ τον Σαββόπουλο», έγραφα στη Lifo το 2016. Κι ήταν αλήθεια. Μέχρι εκεί αλλά και μετά, όσοι παραμείναμε στην Αριστερά, διατηρώντας έστω εκείνο το όνειρο που ο ίδιος είχε κάνει ενοχικούς στίχους το ’94 στο «Μην πετάξεις τίποτα» [«Πού ήταν το θάρρος κι η πίστη μου αίφνης; Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά/ που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης/ με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά» (...)], στο «Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη», που δεν το τραγουδούσε ποτέ τα τελευταία πάρα πολλά χρόνια, δεν είχαμε άλλες επιλογές απ’ το να τον «σκοτώσουμε» μέσα μας χίλιες φορές. Από την πλήρη ταύτισή του με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και την πνευματική του «ομόνοια» με τη νεο-ορθόδοξη «φιλοσοφία» του Ράμφου και τα εύκολα, κατώτερά του, τσιτάτα στίχων για τη «Μοναξιά της Αμερικής», μέχρι τα υπερπολυτελή θεάματα στο Μέγαρο Μουσικής και τη διαρκή αισιοδοξία του για την, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αναγέννηση του έθνους κι όλα αυτά «πασπαλισμένα» στην πορεία με τις Καλομοίρες και τις τούρτες και τα αμήχανα αστραφτερά προγράμματα των τελευταίων χρόνων σε χώρους στους οποίους οι πορτιέρηδες δεν θα άφηναν τον παλιό του εαυτό καν να πατήσει απέξω, αλλά και τις «διορθώσεις» των δικών του στίχων στο Ηρώδειο όταν «Ο χαφιές που μας ακολουθεί» γινόταν «ο μπαχαλάκιας που μας ακολουθεί», με τον ίδιο εγκατεστημένο στη Φιλοθέη πολλά χρόνια πλέον, αισθανθήκαμε με τη σειρά μας ότι άλλες τόσες φορές μάς σκότωσε κι εκείνος.

Μα ήταν από αυτές τις «πατροκτονίες», τις σκληρές που σε ακρωτηριάζουν και σ’ αφήνουν Τρίτη βράδυ, προπαραμονή της επετείου της γέννησης του Χατζιδάκι, ανήμερα του δικού του θανάτου από ανακοπή καρδιάς στα 81 του, μετά από μια μεγάλη περιπέτεια υγείας χρόνων που συμπεριέλαβε κι έναν καρκίνο, να κλαις μόνος σου στο γραφείο για εκείνον, για τα τραγούδια του που σημάδεψαν τη ζωή σου, που σε μεγάλωσαν, σε ενηλικίωσαν και ιδεολογικά, για τις βραδιές στα προγράμματά του, για τις μέρες που πέρασαν, για όσα πιστέψαμε, για όσα μας κληροδότησε (απ’ τον Πεντζίκη έως τον Γιώργο Ιωάννου και την «Εκδίκηση της Γυφτιάς»), όσα αθετήσαμε, για όσα αθέτησε ο ίδιος, που μας είχε, άλλωστε, προειδοποιήσει σχεδόν εξαρχής πως θα μας απογοητεύσει κατά καιρούς («εφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες/ κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες./ Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε, σαν τρελές μέσα στην μπόρα»). Και ίσως η «τιμωρία» του για όλα αυτά να είναι ότι τώρα θα τον αποχαιρετήσουν κυρίως οι κορδωμένες παράτες και τα παχιά λόγια όσων τον ανακάλυψαν όψιμα και μόλις προχθές απαγόρευσαν τις συναθροίσεις στον Αγνωστο Στρατιώτη, ενώ οι υπόλοιποι, όσοι ενηλικιώθηκαν, πολιτικοποιήθηκαν και συνειδητοποιήθηκαν με τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», θα κλαίνε σχεδόν συνωμοτικά και πάλι απόψε κι αύριο και μεθαύριο σε κάποιο κωλόμπαρο ή μόνοι στο σπίτι τους. Ή ακόμα χειρότερα δεν θα κλαίνε, καταπίνοντας το κενό. Ποιοι, κύριε Σαββόπουλε, θα σας κλαίνε πιο συνειδητά; Τουλάχιστον, σκέφτομαι, πρόλαβε να γράψει εγκαίρως το ’79 τον «Πολιτευτή» για να περιγράψει ό,τι συνέβαινε, ό,τι ερχόταν και τον μελλοντικό εαυτό του: «Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία/ και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;/ τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη/και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη». Ετσι μιλούσε στο πόπολο τα τελευταία χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Δύσκολη ωστόσο η διαδρομή για να μην κλάψεις καθόλου, να μη σπάσεις καν. Διότι ο Σαββόπουλος τουλάχιστον μέχρι το «Κούρεμα» το ’89, που έκανε έξαλλο ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς με τραγούδια όπως το «Μην περιμένετε αστειάκια», «Το μητσοτάκ», το παρεξηγημένο «Κωλοέλληνες» και βέβαια την «Αποτυχία της Αριστεράς» («Εχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά/έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά»), αλλά κι αργότερα, όταν η στιχουργική του φλόγα, δίσκο με τον δίσκο υποχωρούσε, διατηρούσε, ερήμην του ίσως, μια διττή ιδιότητα. Του ανατριχιαστικά προφητικού τραγουδοποιού αλλά και του τραγικά συμβιβασμένου καλλιτέχνη, που κάποια στιγμή, κουρασμένος ίσως απ’ το ανηλεές κυνηγητό στα νιάτα του ή δελεασμένος από την ψευδεπίγραφη «ευμάρεια» και το βόλεμα των 80ς και 90ς, επιδίωξε κι απέκτησε «μπλοκ επιταγών». Ηταν ανέκαθεν αυτός ο τραγουδοποιός που έκανε την πιο αδυσώπητη αυτοκριτική με κάτι πιο μεταφυσικό, πιο στραμμένο στα έσω του, στην αγωνία της ηλικίας («σχεδόν 75 ετών/ με μπλοκ επιταγών...»), στον προσωπικό απολογισμό («χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν») και στην πορεία του («τους τίτλους τ’ ουρανού»). Κάτι που τελικά μας αφορούσε πολύ περισσότερο από τους πολιτικούς υπαινιγμούς και το ενίοτε δασκαλίστικο ύφος του.

Ο ίδιος άλλωστε, παρά την πορεία των τελευταίων χρόνων, είχε κάνει το χρέος του, προειδοποιώντας εγκαίρως για τον «Τελικό Συμβιβασμό» - που έλεγε κι ο έτερος της ημέρας, Χατζιδάκις: «Ημασταν πάντοτε της ήττας που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία», προειδοποιούσε ο Σαββόπουλος απ’ το ’89 («Μην περιμένετε αστειάκια») παραφράζοντας μια γνωστή ρήση του Μιτεράν για τη σισύφεια -αλλά και θεία- αποστολή της Αριστεράς. Και την ίδια στιγμή ήταν εκείνος, ο εγκαίρως προφητικός, που καταπατούσε -συνειδητά άρα- ό,τι είχε προβλέψει. Η σχέση μας με τον Σαββόπουλο θα χρειαστεί χρόνια για να βρει τη θέση της εντός μας, μακριά από τα προσωπικά, ιστορικά και πολιτικά τραύματα. Αλλά ο ίδιος από χθες μας προσπερνάει και περνάει στο Πάνθεον, το υποκειμενικό κι αντικειμενικό, και μόνον για τραγούδια όπως το «Ζεϊμπέκικο» (με τη θεία έμπνευση των στίχων και της φωνής της Μπέλλου) ή το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (αυτό για τον Κοεμτζή, την αναμετάδοση του οποίου ξανά και ξανά υπερασπίστηκε ο Χατζιδάκις με πείσμα στο Τρίτο, κόντρα στη διαταγή του τότε υπ. Προεδρίας, Αθ. Τσαλδάρη). Αρα είναι αθάνατος.

Τα άλλα τα ξέρουμε αναλυτικά αλλά κι αποσπασματικά από τα δεκάδες βιογραφικά και τις συνεντεύξεις του (πάντα προετοιμασμένες προσεκτικά, πάντα εξίσου έξυπνες, γοητευτικές κι ατακαδόρικες). Γεννήθηκε στη Σαλονίκη. Το ’λεγε ο ίδιος στη «Ρεζέρβα»: «Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα/με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ/η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς/Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι/έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη/Από τα χώματα και με το αεράκι/βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή/είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι/στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί (...)». Η Θεσσαλονίκη του Τσιτσάνη, του Πεντζίκη, του Χριστιανόπουλου ή του Παπάζογλου πολύ αργότερα είναι οι προσλαμβάνουσές του. Αλλά «έφηβος, ήμουν αρκετά επηρεασμένος από τον Αττίκ και από τον Μάρκο Βαμβακάρη», έλεγε ο ίδιος. Βέβαια άλλαζε κατά καιρούς το αφήγημα κατά το δοκούν αυτός ο υπέροχος παραμυθάς -άλλο τεράστιο ταλέντο- που όσες φορές κι αν έλεγε την ιστορία, την παράλλασσε, την έφερνε στα μέτρα του. Αλλά ταυτόχρονα τότε καραδοκούσε η πραγματικότητα: «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο», «Οι παλιοί μας φίλοι»... Στα 22 του είχε κιόλας αποκτήσει την ικανότητα να παρατηρεί και να προβλέπει...

«Ξεκίνησε να σπουδάζει νοµικά στο Αριστοτέλειο, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εξέδωσε δισκογραφικά 14 κύκλους τραγουδιών του, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις έξι συναυλιών και παραστάσεών του. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα το 1967. Εδωσε συναυλίες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσµο. Εγραψε µουσική για παραστάσεις σε θέατρα της Αθήνας και στην Επίδαυρο και για τον κινηµατογράφο». Αντιγράφω, γιατί τι να πρωτογράψεις;
Θα θυμηθώ ό,τι μας κληροδότησαν οι αναμνήσεις του -κάποτε- στενού του φίλου, «μέντορα» του πολιτιστικού ρεπορτάζ και συναγωνιστή του, Δημήτρη Γκιώνη, για την εποχή που κατέβηκε απ’ τη Θεσσαλονίκη και χίπης και ρακένδυτος αναζητούσε με τη βραχνή, σχεδόν ατονάλ φωνή του, δουλειά στα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής και τελικά τον πέταγαν έξω γιατί απαιτούσε «σιωπή» για να πει -νεότατος-τα τραγούδια του. Το σοκ του Αλέκου Πατσιφά της «Λύρα» όταν τον πρωτάκουσε. Ή το βράδυ του χουντικού πραξικοπήματος που ήταν παρέα με τον Γκιώνη, τον Ρασούλη, τον Λοΐζο και τον Λάδη και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους, κρατώντας έκτοτε μια κασέτα με κιθάρα και τη βραχνή φωνή του στην πρώτη τους παράνομη ηχογράφηση.

«Ιστορικές είναι για την Ελλάδα η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 (το στάδιο όπου μετέπειτα έγιναν οι τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στις οποίες πρωτοστάτησε) και το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο με τη συμμετοχή εξήντα χιλιάδων θεατών. Τα τραγούδια του ερμηνεύονται στις συναυλίες πολλών ομοτέχνων του, διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, κυκλοφορούν μελέτες για το έργο του και στίχοι του διδάσκονται μεταφρασμένοι στα ιταλικά από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης», γράφουν τα επίσημα βιογραφικά. Ιστορικές είναι οι εμφανίσεις στο «Κύτταρο» με τα «Μπουρμπούλια», τα «Δέκα χρόνια κομμάτια», οι εμπνεύσεις για τη συνεργασία με την Μπέλλου και τη Δόμνα Σαμίου, ο τρόπος που αφομοίωσε τα ροκ κελεύσματα της Δύσης των 60ς και 70ς, τον Ντίλαν και το δράμα του Βιετνάμ («Αγγελος-Εξάγγελος», «Βιετνάμ Γιε-Γιε»), το γαλλικό τραγούδι (ακούστε τη «Ζωζώ» και το «Brave Margot» του Μπρασένς) και τους Beatles («Το περιβόλι του τρελού») με την καθ’ ημάς, βαλκανική παράδοση που ξαναερχόταν ορμητική («Μπάλλος»).
Τα βιογραφικά του θα τα διαβάσετε σήμερα σ’ εκατό σημεία και σ’ άλλα εκατό θα ανασύρετε (όσοι άνω των 20) την προσφορά του, τους σταθμούς του, την εργογραφία του.

Ο θάνατός του, κάπως αιφνίδιος μετά την περιπέτεια της υγείας των τελευταίων χρόνων, ξαναφέρνει τον Σαββόπουλο στις διαστάσεις που του πρέπουν. Παραμερίζοντας τις ιδεολογικές μας πικρίες και τα «αδειάσματα», θα αξιολογήσουμε σιγά σιγά το ίχνος του. Που είναι γιγαντιαίο.

«Ο πολυαγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς και τραγουδοποιός έφυγε απόψε Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025. Λεπτομέρειες για τον αποχαιρετισμό του θα ανακοινωθούν τις επόμενες ώρες» έγραψαν η Ασπα («δε φοβάμαι πια, και ξέρω γιατί»), σύντροφος της ζωής του, τα τρία του παιδιά, Κορνήλιος, Ρωμανός και Αγγέλα, και τα δύο του εγγόνια, Διονύσης και Ανδρέας.

Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Μιχάλης Γρηγορίου: Πέθανε ο συνθέτης και στοχαστής που χάρισε ψυχή στον ήχο και φωνή στη σιωπή

Μιχάλης Γρηγορίου: Πέθανε ο συνθέτης και στοχαστής που χάρισε ψυχή στον ήχο και φωνή στη σιωπή

Κυριακή, 12/10/2025 - 13:32

Ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο συνθέτης που ένωσε την πρωτοπορία με τη συγκίνηση, τη θεωρία με την πράξη και τη διανόηση με τη μουσική πράξη, «έφυγε» από τη ζωή, σκορπίζοντας θλίψη στον καλλιτεχνικό και πνευματικό κόσμο. Ήταν 78 ετών.

«Φοβάμαι πως στις μέρες μας αρχίζει να μην έχει θέση στην κοινωνία μας όχι μόνο ένα τραγούδι που βασίζεται σε μελοποιημένη ποίηση, αλλά ούτε καν ένα απλό και γοητευτικό τραγούδι που δεν θίγει το στοιχειώδες γούστο ενός μέσου ακροατή. Πιστεύω, ωστόσο, πως δεν βλάπτει μερικές φορές να ξαναθέτουμε κάποια τέτοια ερωτήματα και να ξαναθυμόμαστε αυτά που για μας —εις πείσμα της πραγματικότητας που μας επιβάλλουν με το ζόρι— παραμένουν αυτονόητα», Μιχάλης Γρηγορίου, Μουσική και Ποίηση

YouTube thumbnail

Ο σπουδαίος Μιχάλης Γρηγορίου

Γεννημένος το 1947 στην Αθήνα, γιος του σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου και της ποιήτριας Μαρίας Παπαλεονάρδου, ο Μιχάλης Γρηγορίου υπήρξε μια σπάνια περίπτωση δημιουργού που κινήθηκε ανάμεσα στην τέχνη και τη σκέψη με αφοπλιστική ελευθερία. Αυτοδίδακτος κατά μεγάλο μέρος, αλλά με σπουδές αρχιτεκτονικής και φιλοσοφίας στο ΕΜΠ, ανέπτυξε ένα προσωπικό μουσικό ιδίωμα που δεν υπάκουε σε σχολές ή τάσεις – μόνο στην αλήθεια του ήχου.

Ξεκινώντας τη συνθετική του δραστηριότητα στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αφομοίωσε τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής, χωρίς όμως να παγιδευτεί σε αυτά. Ήταν από τους λίγους που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ίδια την έννοια της «πρωτοπορίας».

Με έργα όπως το «Ανεπιστρεπτεί» (1975), το «Farewell to the Sea» (1982), το «Σελεφαΐς» (1988), ή το «Regression» (1984) που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, κατάφερε να δώσει μια νέα διάσταση στη σχέση ήχου, φιλοσοφίας και βιώματος. Πάντοτε όμως επέστρεφε στο τραγούδι, το πιο άμεσο μέσο επικοινωνίας, όπως δείχνουν οι κύκλοι τραγουδιών του «Ανεπίδοτα γράμματα» και «Η αγάπη είναι φόβος».

 

YouTube thumbnail

Ένας στοχαστής της μουσικής παιδείας

Ο Γρηγορίου υπήρξε ένας στοχαστής της μουσικής παιδείας. Επί χρόνια εργάστηκε στο Τρίτο Πρόγραμμα και στην ΕΡΤ, δημιουργώντας εκπομπές που σύστησαν στο ελληνικό κοινό τη σύγχρονη μουσική. Ίδρυσε την Εταιρεία Μουσικής και Θεάματος, με σεμινάρια, συναυλίες και εκπαιδευτικά προγράμματα. Παράλληλα, συνέγραψε θεωρητικά κείμενα και μετέφρασε σημαντικές μουσικολογικές μελέτες, ενώ το δίτομο έργο του «Μουσική για παιδιά και έξυπνους μεγάλους» θεωρείται πρότυπο μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.

Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της δημιουργικής του πορείας υπήρξε το ορατόριο «Σκοτεινή Πράξη», βασισμένο στο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη — μια μουσική εξομολόγηση που φώτιζε το σκοτάδι με λυρισμό και ανθρωπιά.

Ιδιαίτερη θέση στο έργο του Μιχάλη Γρηγορίου κατέχει η συγκλονιστική μελοποίηση του ποιητικού κύκλου «Ανεπίδοτα Γράμματα» του Άρη Αλεξάνδρου, μια από τις πιο ευαίσθητες και βαθιά ανθρώπινες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής δισκογραφίας. Με τη φωνή της Αφροδίτης Μάνου και του Σάκη Μπουλά, ο Γρηγορίου κατάφερε να αποδώσει με σπάνια εσωτερικότητα τον δραματικό και υπαρξιακό παλμό του ποιητή, μετατρέποντας τα γράμματα του Αλεξάνδρου σε μουσικά θραύσματα μνήμης, έρωτα και εξορίας. Η λιτή, σχεδόν ασκητική ενορχήστρωση και η έντονη συναισθηματική φόρτιση των τραγουδιών ανέδειξαν τη μοναδική ικανότητά του να γεφυρώνει τη λόγια παράδοση με τη λαϊκή συγκίνηση, αφήνοντας ένα έργο που παραμένει ως σήμερα βαθιά συγκινητικό και απολύτως διαχρονικό.

 

YouTube thumbnail

Με το έργο του, ο Μιχάλης Γρηγορίου απέδειξε ότι η μουσική μπορεί να είναι και πράξη σκέψης, και πράξη καρδιάς. Ένας δημιουργός που δεν επιδίωξε τη δημοσιότητα, αλλά άφησε ένα αποτύπωμα βαθύ, ουσιαστικό και αθόρυβο — όπως ο απόηχος μιας νότας που παραμένει, ακόμη κι όταν η μουσική έχει σωπάσει.

Σήμερα, ο ελληνικός πολιτισμός αποχαιρετά έναν αληθινό διανοούμενο των ήχων, έναν άνθρωπο που έζησε με πάθος για την τέχνη και σεβασμό για τη σιωπή.

YouTube thumbnail

Το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο

Το συγγραφικό και μεταφραστικό του έργο αποτυπώνει την προσήλωσή του στη μουσική ως πράξη κατανόησης και επικοινωνίας. Το 1994 εξέδωσε από τις Εκδόσεις Νεφέλη το δίτομο έργο του «Μουσική για παιδιά και έξυπνους μεγάλους», ένα βιβλίο που συνδυάζει παιδαγωγική ευαισθησία με φιλοσοφική σκέψη γύρω από την εκπαίδευση της ακοής και της φαντασίας.

 

YouTube thumbnail


Παράλληλα, μετέφρασε στα ελληνικά σημαντικά θεωρητικά έργα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διάδοση της μουσικολογικής σκέψης στη χώρα μας: την «Μουσική Ποιητική» του Ίγκορ Στραβίνσκι (1980), τη «Μουσική και Φαντασία» του Άαρον Κόπλαντ (1980), «Η έκφραση της ανθρώπινης μουσικότητας» του Τζον Μπλάκινγκ (1981), «Μουσική – Κοινωνία – Εκπαίδευση» του Κρίστοφερ Σμωλ (1983) και «Η ιστορία της ορχήστρας» του Πίτερ Μπέκερ (1989), όλα από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Lalo Schrifin: Πέθανε ο θρυλικός συνθέτης του «Mission: Impossible» και άλλων soundtracks

Lalo Schrifin: Πέθανε ο θρυλικός συνθέτης του «Mission: Impossible» και άλλων soundtracks

Παρασκευή, 27/06/2025 - 19:52

Σε ηλικία 93 ετών έφυγε από τη ζωή ο Lalo Schifrin, ο βραβευμένος Αργεντινός συνθέτης που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στη μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, με πιο χαρακτηριστικό το εμβληματικό θέμα του «Mission: Impossible».

Μία σπουδαία προσωπικότητα

Την είδηση του θανάτου του επιβεβαίωσαν οι δύο γιοι του, Γουίλιαμ και Ράιαν, αναφέροντας πως ο Schifrin πέθανε την Πέμπτη (26 Ιουνίου) από επιπλοκές που προκλήθηκαν λόγω πνευμονίας. Εκτός από τους γιους του, ο συνθέτης αφήνει πίσω τη σύζυγό του Ντόνα και την κόρη του Φράνσις.

Ο Boris Claudio «Lalo» Schifrin γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες και μεγάλωσε σε οικογένεια με βαθιές μουσικές ρίζες — ο πατέρας του ήταν διευθυντής της φιλαρμονικής ορχήστρας της πόλης. Αρχικά σπούδασε κλασική μουσική και νομική, πριν συνεχίσει στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1958 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατόπιν πρόσκλησης του θρυλικού τρομπετίστα της τζαζ Ντίζι Γκιλέσπι, για να συμμετάσχει ως πιανίστας και ενορχηστρωτής στην μπάντα του.

 

Η καριέρα του Schifrin κάλυψε περισσότερες από έξι δεκαετίες και περιλάμβανε πάνω από 100 μουσικές συνθέσεις για κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Ήταν τέσσερις φορές βραβευμένος με Grammy και έξι φορές υποψήφιος για Όσκαρ, με αξιομνημόνευτες δουλειές όπως στα Cool Hand Luke, The Amityville Horror, Voyage of the Damned και The Sting II.

Η πιο γνωστή του δημιουργία παραμένει ωστόσο το θέμα του «Mission: Impossible», μια μελωδία τόσο αναγνωρίσιμη και μεταδοτική, που χαρακτηρίστηκε από τον κριτικό του New Yorker, Άντονι Λέιν, ως «η πιο κολλητική μελωδία που έχουν ακούσει ποτέ θνητά αυτιά». Το κομμάτι έφτασε μέχρι το Νο. 41 του Billboard Hot 100 το 1968.

«Ο παραγωγός μου είχε πει να γράψω κάτι που να είναι υπογραφή, σαν λογότυπο, και να ξεκινά με… ασφάλεια που καίγεται. Έγραψα αυτό που μου βγήκε ενστικτωδώς, χωρίς καν να βλέπω εικόνες», είχε πει ο ίδιος το 2006 σε συνέντευξή του στο Associated Press.

Πέρα από την κινηματογραφική μουσική, ο Schifrin είχε συνεργαστεί με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής, ενώ η μουσική του διείσδυε στα όρια μεταξύ της τζαζ, της κλασικής και της λατινοαμερικανικής παράδοσης. Έγραψε επίσης τη μουσική για την ιστορική συναυλία των Τριών Τενόρων — Παβαρότι, Ντομίνγκο και Καρέρας — στον τελικό του Μουντιάλ του 1990 στη Ρώμη, ένα έργο που θεωρείται από τα πιο επιτυχημένα στην ιστορία της κλασικής μουσικής.

Ανάμεσα στα κινηματογραφικά του έργα περιλαμβάνονται οι ταινίες Dirty Harry, Rush Hour (και τα sequels), Tango και Bringing Down the House.

Μίμης Πλέσσας: «Σίγησε» ο μαέστρος λίγο πριν τα 100

Μίμης Πλέσσας: «Σίγησε» ο μαέστρος λίγο πριν τα 100

Σάββατο, 05/10/2024 - 16:51

Θλίψη έχει σκορπίσει ο θάνατος του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Μίμη Πλέσσα που «σφράγισε» με το έργο του την ελληνική μουσική. Ο μεγάλος μαέστρος έφυγε λίγες ημέρες πριν κλείσει τα 100 του χρόνια (θα τα συμπλήρωνε στις 12 Οκτωβρίου), τα οποία θα γιόρταζε σε μία μεγάλη συναυλία με πλήθος καλλιτεχνών.

Ο θάνατος του σπουδαίου καλλιτέχνη έχει βυθίσει στο πένθος τον μουσικό κόσμο. Χιλιάδες πολίτες γράφουν στα social media μερικά λόγια τον συνθέτη και κοινοποιούν τις μεγαλύτερές του επιτυχίες. Πολιτικοί και καλλιτέχνες εκφράζουν τα συλλυπητήριάς τους. Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή η σύζυγός του Loukila Carrer. 

"Και ξαφνικά «Έπεσε βαθιά σιωπή…»…..«Κι εσύ δεν θα 'σαι πλάι μου Αστέρι της Ζωής μου……» ….θα είσαι πάντα μέσα μου και θα με προστατεύεις από εκεί ψηλά…..μέχρι να ανταμώσουμε και πάλι Ψυχή μου. «Πέρασαν τόσα καλοκαίρια…βρεξαν τη στράτα μας φωτιές»  σε αυτό το κοινό ταξίδι ΖΩΗΣ που έφτασε στο τέλος του μέχρι να ανταμώσουμε και να το ξανακάνουμε…. Ευγνώμων για όλα…. Σε ευχαριστώ για όλα…. Σε λατρεύω για πάντα…..Γιατί η Αγάπη δεν έχει ημερομηνία λήξης. Καλό ταξίδι Ψυχή μου …..Καλή μας Αντάμωση", έγραψε η σύζυγός του στο Facebook. 

«Η απώλεια του Μίμη Πλέσσα αφήνει ένα μεγάλο κενό στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και μας βυθίζει στη θλίψη», δηλώνει σε συλλυπητήριο μήνυμά του το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου Οπτικοακουστικών Μέσων & Δημιουργίας.

«Ο Μίμης Πλέσσας υπήρξε γλυκύτατος άνθρωπος, βαθιά καλλιεργημένος και ταλαντούχος από τα πρώτα βήματά του στην τέχνη του, την οποία βίωσε στο έπακρο ως δημιουργική περιπέτεια. Ήταν ένας υπερευαίσθητος δέκτης, ανοιχτός σε όλο το φάσμα της μουσικής αρμονίας, στην ποικιλία των ειδών και των συνθετικών μορφών. Ένας χαρισματικός καλλιτέχνης με διαχρονικό εκτόπισμα στην ελληνική μουσική», αναφέρει το Κέντρο, αποχαιρετώντας τον μεγάλο μαέστρο του ελληνικού σινεμά Μίμη Πλέσσα.

 

Και καταλήγει: «Η μουσική του ταίριαξε με τους στίχους κορυφαίων στιχουργών μας, αλλά και με τις εικόνες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου προσδίδοντας ιδιαίτερη χροιά σε μεγάλο αριθμό ελληνικών ταινιών όλων των ειδών, από το μιούζικαλ ("Γοργόνες και μάγκες") και την κωμωδία ("Η χαρτοπαίχτρα") μέχρι το αστυνομικό φιλμ ("Εφιάλτης", "Έγκλημα στα παρασκήνια") και τις απόπειρες ελληνικού γουέστερν ("Το χώμα βάφτηκε κόκκινο"). Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου Οπτικοακουστικών Μέσων & Δημιουργίας εκφράζει τα ειλικρινή συλλυπητήρια του στην οικογένειά του και στους αμέτρητους φίλους του μουσικού έργου του».

Eurokinissi

Ο Μίμης Πλέσσας γεννήθηκε τη 12η Οκτωβρίου 1924 στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στο τότε Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Φοίτησε στο Λεόντειο Λύκειο και στη συνέχεια σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χημεία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου το 1952, νεαρός πιανίστας ακόμα, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, ενώ την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε επίσης την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και συνθέτης. Διακρίθηκε επτά φορές διεθνώς (Βαρκελώνη το 1960, Βαρσοβία το 1962, Βέλγιο το 1963, Ιταλία (Άλτο Μόντε) 1964, ΗΠΑ το 1965, Παρίσι το 1968 και Τόκιο το 1970) και έξι φορές στη χώρα μας (Αθήνα και Θεσσαλονίκη 1959, 1963, 1964 και 1967). Έχει διευθύνει με έργα του μεγάλες ορχήστρες στον κόσμο.

Eurokinissi

Αξέχαστες θα μείνουν οι επιτυχίες του “Αν σ' αρνηθώ αγάπη μου”, “Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά”, “Τι σου ΄κανα και πίνεις”, “Τόσα καλοκαίρια”, “Ποιος το ξέρει”, “Οι χάντρες”, “Μα τώρα αγάπη μου”, “Η Μυρσίνη βάζει τα άσπρα”, “Απόψε σε θέλω”, “Μην του μιλάτε του παιδιού”, “Άμα δείτε το φεγγάρι”, “Η πρώτη μας νύχτα”, “Μεθυσ' απόψε το κορίτσι μου”, “Πρώτη φορά”, “Τα φιλιά”, “Έπεφτε βαθιά σιωπή”, “Χίλιες βραδιές”, “Του αγοριού η καρδιά”, “Θα πιω απόψε το φεγγάρι”, “Ξημερώνει Κυριακή”, “Κορίτσι στάσου να σου πω”, “Όλα δικά σου”, “Είμαι γυναίκα του κεφιού”, “Πέρα στα παλιά σεράγια”, “Πρώτη φορά”, “Έκλαψα χτες”, “Το κερί μου έλιωσε”, “Μια με θέλεις μια με διώχνεις”, “Οι μέρες του καλοκαιριού”, “Με βρήκε ο ήλιος” και πολλές άλλες.

Η καλλιτεχνική και συνθετική του δραστηριότητα καλύπτει όλους τους τομείς της μουσικής, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Συνεργάστηκε με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών (Ζωή Κουρούκλη, Νανά Μούσχουρη, Τζένη Βάνου, Γιοβάννα, Μαρινέλα, Ρένα Κουμιώτη, Γιάννης Βογιατζής, Γιάννης Πουλόπουλος, Τόλης Βοσκόπουλος, Στράτος Διονυσίου κ.α.), πολλούς από τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Τιμήθηκε επανειλημμένα με πλατινένιους και χρυσούς δίσκος, ενώ με το έργο του «Ο Δρόμος» (σε στίχους Λ .Παπαδόπουλου) κατέχει αδιαμφισβήτητα την πρώτη θέση στην ελληνική δισκογραφία.

Eurokinissi

Ο Μίμης Πλέσσας σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετέβη τη δεκαετία του '50 στην Αμερική, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Αντικείμενό του ήταν η μελέτη της πρωτεΐνης μυελίνης, η μείωση της οποίας σχετίζεται με τη νόσο της σκλήρυνσης κατά πλάκας.

«Παίζοντας πιάνο στην Αμερική, προκειμένου να βοηθήσω την κατεστραμμένη από την Κατοχή οικογένειά μου, η καλή μου τύχη με έφερε νικητή ενός μουσικού διαγωνισμού στο Πανεπιστήμιο Μινεάπολη - Σαιντ Πολ. Αποφάσισα, όμως, να ανταλλάξω την υποτροφία, που μου δόθηκε, με μια υποτροφία για σπουδές στη Χημεία. Έτσι ολοκλήρωσα τη διδακτορική μου διατριβή», είχε τονίσει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Μαρία Κουζινοπούλου τον Μάιο του 2009, όταν είχε συμπράξει με την Ελληνική Εταιρεία Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας σε μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, με τη διπλή ιδιότητα, του επιστήμονα και του καλλιτέχνη.

«Μπορεί στη μουσική να παραμένω αυτοδίδακτος, αλλά τελικά το περίεργο ήταν το πώς ασχολήθηκα με τη Χημεία. Έπαιζα πιάνο από πολύ μικρή ηλικία, ακόμα και κρυφά από την οικογένειά μου», είχε εξηγήσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μίμης Πλέσσας, που διατηρούσε έμπρακτα το ενδιαφέρον και την ευαισθησία του και γύρω από τα επιστημονικά θέματα.

Ο Μίμης Πλέσσας είχε τιμηθεί επανειλημμένα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η τελευταία φορά ήταν στις 7/6/2024, όταν η πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελαροπούλου απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής στον μουσικοσυνθέτη -καθώς και στους Γιάννη Μαρκόπουλο, μετά θάνατον, και Λευτέρη Παπαδόπουλο- για την πολυσχιδή προσφορά τους στην ελληνική μουσική. «Με το παράσημο αυτό, τιμάμε μια προσωπικότητα της ελληνικής μουσικής, που αναγνωρίστηκε και αγαπήθηκε όσο λίγες», είχε πει μεταξύ άλλων η κ. Σακελλαροπούλου για τον Μίμη Πλέσσα.

Ο ίδιος, όμως, είχε διακριθεί και στην επιστήμη της χημείας. Είχε αναγορευτεί επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών (2010) και διδάκτωρ Χημείας του Πανεπιστημίου Κορνέλ των ΗΠΑ.

«Μία από τις ιδιαίτερες στιγμές για μένα ήταν όταν αναδείχθηκα επίτιμος διδάκτωρ Χημείας στο Πανεπιστήμιο Πατρών τον Απρίλιο του 2010. Η χημεία είναι η κορυφαία των επιστημών. Αλλά και η μουσική μια χημεία από νότες είναι, που μεταδίδουν συναισθήματα. Λατρεύω εξίσου τη χημεία και τη μουσική», είχε αφηγηθεί πριν από πέντε χρόνια στη LiFO και στον δημοσιογράφο Γιάννη Πανταζόπουλο.

Eurokinissi

«Αντίο» από τον πολιτικό κόσμο 

«Ένας κορυφαίος συνθέτης, σπουδαίος επιστήμονας και γλυκός άνθρωπος έφυγε από κοντά μας. Ο «Δρόμος» του υπήρξε πλούσιος. Γεμάτος από μελωδίες που ξεκινούν από την τζαζ και διαπερνούν το ελληνικό τραγούδι, αλλά και το ελληνικό σινεμά. Μοναδικός ο Μίμης Πλέσσας. Όπως μοναδικές και οι στιγμές που θα μας χαρίζει για πάντα με τις νότες του» τονίζει στο μήνυμά του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με ανάρτησή του στο Facebook.

«Υπήρξε ένας πολυδιάστατος μουσικός», με συμβολή στη μουσική και το ελληνικό τραγούδι «πραγματικά σπάνια, αν όχι μοναδική, σε εύρος και επίδραση», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. «Τα τραγούδια που υπέγραψε όχι μόνο είναι διαχρονικά, αλλά εξακολουθούν να συγκαταλέγονται στα δημοφιλέστερα του κοινού κάθε ηλικίας», τόνισε η υπουργός Πολιτισμού που αναφέρθηκε σε μια ακόμα συμβολή του μουσικοσυνθέτη: «Κατέδειξε πόσο βαρύ είναι, εν τέλει, το ελαφρό τραγούδι». Ο δίσκος «Δρόμος½, που δημιούργησε σε συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Γιάννη Πουλόπουλο, την Πόπη Αστεριάδη και τη Ρένα Κουμιώτη, "αποτελεί έκτυπο παράδειγμα του πώς η μαζική απήχηση μπορεί, αν όχι να επιβάλλεται, να συμβαδίζει με την ποιότητα".

«Ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης, ένας εμπνευσμένος μουσικός, ένας μελωδικός άνθρωπος δεν είναι πια μαζί μας. Ο Μίμης Πλέσσας στις επτά δεκαετίες της δημιουργίας του προσέφερε όσο ελάχιστοι στην ελληνική μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση με τις μελωδίες του, με τις συνθέσεις του, με την αισθητική του για την τέχνη συνολικότερα. Η κληρονομιά που αφήνει στην Ελλάδα είναι ανεξίτηλη και σπουδαία. Ο μεγάλος αυτός δάσκαλος θα συνεχίσει να μας συντροφεύει από το Πάνθεον του Ελληνικού Πολιτισμού», τονίζει σε δήλωσή της η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Κ. Μάλαμα.

«Εκφράζω τη θλίψη μου για τον θάνατο του σπουδαίου συνθέτη μας, Μίμη Πλέσσα. Περπατήσαμε μαζί του στα μονοπάτια της τζαζ, του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού και τόσες γενιές έδεσαν τις αναμνήσεις τους με τις μελωδίες του», αναφέρει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Νίκος Ανδρουλάκης.

«Αποχαιρετούμε με μεγάλη θλίψη και σεβασμό τον σπουδαίο Μίμη Πλέσσα, ο οποίος διένυσε δημιουργικά σχεδόν έναν αιώνα» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ΚΚΕ.

Πέθανε ο συνθέτης Νίκος Καλαντζάκος

Πέθανε ο συνθέτης Νίκος Καλαντζάκος

Τετάρτη, 03/04/2024 - 16:57

Την Τρίτη 2 Απριλίου έφυγε από τη ζωή ο συνθέτης και πιανίστας Νίκος Καλαντζάκος.

Ο αποχαιρετισμός των φίλων του και συνεργατών του

Η δυσάρεστη είδηση ανέβηκε και στην επίσημη σελίδα για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο Instagram με το σχόλιο: «Καλό ταξίδι μαέστρο, σε περιμένει ο Λαυρέντης να ενορχηστρώσεις τα τραγούδια του».

 

Ο Διονύσης Τσακνής έγραψε σε post: «Ο φίλος, ο κουμπάρος, ο συνεργάτης, ο δάσκαλος (με τον υπέροχο τρόπο του) για όλους εμάς της μουσικής οικογένειας, έκανε το τελευταίο … αστείο του. Μας άφησε μόνους και λιγότερους. Νικολή μας να είσαι σίγουρος πως θα σταθούμε όλοι μας δίπλα στον Τονίνο και τη Διονυσία».

 

Το δικό του αντίο είπε και ο συνθέτης Αντώνης Μιτζέλος γράφοντας σε δημοσίευση:

«Έφυγε από την ζωή ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της Ελλάδος, ένας καλός άνθρωπος. Ο Νίκος Καλαντζάκος. Εξαιρετική ψυχή και καταπληκτικός πιανίστας. Συνεργαστήκαμε σε πάμπολλες δουλειές και για πολλά χρόνια. Σοβαρός, ευγενέστατος, αλάθητος, ευφάνταστος και με υψηλή μουσική ευαισθησία. Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του. Αντίο αδελφέ μου, καλό σου ταξίδι στο φως».

Η σημαντική διαδρομή του καλλιτέχνη

Ο Νίκος Καλαντζάκος γεννήθηκε στην Αθήνα και η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν σε ηλικία 8 ετών, ξεκινώντας κιθάρα με δάσκαλο τον Δημήτρη Φάμπα.

Παράλληλα, ασχολήθηκε με τα πληκτροφόρα όργανα και σε ηλικία 14 ετών ξεκίνησε ηλεκτρονικό όργανο – hammond με καθηγητή τον Κώστα Γανωσέλη, ενώ στράφηκε με μεγάλο ενδιαφέρον στη χρήση των synthesizers και στις μουσικές εφαρμογές μέσω των computers. Στη συνέχεια, πήρε γνώσεις Jazz μουσικής, σύγχρονης αρμονίας και ενορχήστρωσης με τον πιανίστα Μάρκο Αλεξίου. Το 1994 μαζί με τους καταξιωμένους μουσικούς Βασίλη Τζιαζιά (κιθάρα), Γιάννη Βασσάλο (Μπάσο), και Στέφανο Δημητρίου (Τύμπανα) δημιούργησαν το συγκρότημα Loud Jazz όπου για πέντε χρόνια άφησε το στίγμα του στα μουσικά δρώμενα της εποχής.

Τα τελευταία τριάντα σχεδόν χρόνια «υπέγραφε» την Ελληνική δισκογραφία με συμμετοχές, ενορχηστρώσεις, μουσικές παραγωγές και ζωντανές εμφανίσεις με τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες και τραγουδιστές όπως οι: Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Ανδρέου, Νίκος Αντύπας, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Φωτεινή Βελεσιώτου, Γιώργος Ζαμπέτας, Νίκος Ζούδιαρης, Μίκης Θεοδωράκης, Χρήστος Θηβαίος και άλλους.

Πέθανε ο συνθέτης Δήμος Μούτσης

Πέθανε ο συνθέτης Δήμος Μούτσης

Πέμπτη, 07/03/2024 - 11:16

Ο σπουδαίος συνθέτης Δήμος Μούτσης πέθανε σε ηλικία 85 ετών.

Ο Δήμος Μούτσης έχει γράψει μουσική για σπουδαία τραγούδια, τα οποία έχουν ερμηνεύσει κορυφαίοι καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Μανώλης Μητσιάς, η Δήμητρα Γαλάνη, πολλοί άλλοι. Έχει επίσης μελοποιήσει ποίηση και έχει ενορχηστρώσει έργα άλλων δημιουργών

Γεννήθηκε στον Πειραιά και άρχισε να σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών. Σε ηλικία 20 - 21 ετών τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι, σε ένα καφέ - ζαχαροπλαστείο που ήταν παλιό στέκι καλλιτεχνών της Αθήνας, όπου σύχναζαν και οι δύο.

H καριέρα του Δήμου Μούτση

Το 1967 άρχισε ο Νίκος Γκάτσος να δίνει στίχους του στον Μούτση και έτσι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Το πρώτο τραγούδι του Μούτση ήταν το «Βρέχει ο Θεός». Είχε γράψει πρώτα αυτός την μουσική και ρώτησε ευγενικά τον Γκάτσο αν ήθελε να βάλει τους στίχους, όπως και έγινε. Το τραγούδι αυτό το ερμήνευσε ο Σταμάτης Κόκοτας. Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού, αλλά και το 1969 με το «Αύριο πάλι» και με το «με ένα παράπονο» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά και με τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά (η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τον Μητσιά στην ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια»).

Το 1970 ανέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Μούτση, τη φροντίδα της ενορχηστρώσης και της μουσικής διευθύνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή». Όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα», με ενορχηστρώσεις του Μούτση. Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου) με ερμηνεία απο τον Μητσιά.

Ύστερα από μία σειρά μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, που έγραψε ο Μούτσης, ερμηνευμένων απο σπουδαίους παλαιούς και νέους τραγουδιστές και τα άλμπουμ «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο», φτάνει στο «Άγιος Φεβρουάριος», που ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1971 και κυκλοφόρησε αρχές του 1972. Τους στίχους υπέγραφε ο Μάνος Ελευθερίου και ερμηνευτές ήταν οι Δημήτρης Μητροπάνος και Πετρή Σαλπέα. Ένα πολύ σημαντικό έργο που σφραγίζει όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στην Ελληνική δισκογραφία. Στον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» εκτός από το ομώνυμο τραγούδι υπήρχαν κι άλλα διαχρονικά - όπως αποδείχθηκε - τραγούδια όπως: «Κι αν φταίει κανείς», «Το σπίτι στην ανηφοριά», «Η σούστα πήγαινε μπροστά», «Άλλος για Χίο τράβηξε» και άλλα.
 

Το 1973 κυκλοφορούν οι «Στροφές», άλλη μια λαϊκή και συνάμα πολύ μελωδική δίσκογραφική δουλειά του Δήμου Μούτση. Με μόνη ερμηνεύτρια την Βίκυ Μοσχολιού και στίχους Πυθαγόρα, Λογοθέτη, Ελευθερίου, αλλά και Γκάτσου. Εκεί ακούγονται επιτυχίες όπως: «Αγκαλιά και πλάι πλάι», «Και γειά χαρά», «Μια βραδιά στη Λάρισα», «Εγώ είμ' εγώ» και το ατμοσφαιρικό «Στους μπαξέδες» που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη.

Το 1974 στη μεταπολίτευση, κυκλοφορεί το «Μαρτυρίες», που περιλάμβανε τα τραγούδια του Μούτση που είχε κόψει η λογοκρισία της χούντας σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και του ίδιου του συνθέτη και τραγουδιστές το Μανώλη Μητσιά, τη Βασιλική Λαβίνα, σε μια από τις πρώτες δισκογραφικές της συμμετοχές και το Χρήστο Λεττονό.

Το 1975 κυκλοφορεί την «Τετραλογία», ένας πρωτοποριακός κύκλος μελοποιημένης ποίησης βασισμένος σε ποιήματα των Κ.Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου, με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά, τον Χρήστο Λεττονό και με την πρωτοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία», μουσική από το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία».

Το 1979 κυκλοφορεί το «Δρομολόγιο» πάνω σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και με την ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά. Στο «Δρομολόγιο» θα ακούσουμε κομμάτια όπως «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», «Μακρυνή της αγάπης ώρα», «Ελλάδα Ελλάδα», «Στ΄ Αγιον Όρος» κλπ.

Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» σε στίχους Κώστα Τριπολίτη. Με τραγούδια όπως: «Δε λες κουβέντα», «Delenda est (Ερηνούλα μου) », «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Νταλίκα» κλπ. Τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από την μεγάλη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλου με τον Δήμο Μούτση να τραγουδάει μόνο το ρεφρέν από το πασίγνωστο «Δε λες κουβέντα». Οι ηλεκτρικές μπαλάντες του δίσκου τραγουδήθηκαν από τον ίδιο τον συνθέτη. Στην ίδια δουλειά επίσης ο Δήμος Μούτσης τραγούδησε μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη το «Κουβεντούλες με τον Φρόιντ».

Το 1983 με το «Ενέχυρο» εγκαινιάζει την μοναχική πορεία. Το 1987 ακολουθεί το «Να!» που περιέχει και τα πολύ γνωστά του τραγούδια «Το όνειρο» και το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει». Το 1990 «Ταξιδιώτης του παντός» με τη Νανά Μούσχουρη, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος δίσκος που έγραψε για άλλο τραγουδιστή πλην του ιδίου. Το 1994 επέστρεψε με το «Για Πούλημα Λοιπόν!» πάλι με στίχους και ερμηνεία δική του.

Το 1999 ο Δήμος Μούτσης συνεργάστηκε ξανά με τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Δήμητρα Γαλάνη σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο στην οποία τραγούδησαν μαζί παλαιότερες και νεότερες επιτυχίες του μεγάλου δημιουργού. Μια πολυαναμενόμενη δουλειά του με ερμηνεύτρια τη Χαρούλα Αλεξίου δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ.

Paul Simon: Έκανε πρεμιέρα το ντοκιμαντέρ διάρκειας 3,5 ωρών για τη ζωή του διάσημου τραγουδιστή και συνθέτη

Σάββατο, 16/09/2023 - 18:10

Όχι, μια όχι δυο, αλλά τρεισήμισι ολόκληρες ώρες διήρκησε η προβολή του ντοκιμαντέρ για τη ζωή του διάσημου τραγουδιστή και τραγουδοποιού Πολ Σάιμον (Paul Simon) με τίτλο «In Restless Dreams: The Music of Paul Simon» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.

«Μάλλον έχετε εξαντληθεί», είπε στο κοινό μετά το τέλος της προβολής ο Paul Simon σημειώνοντας ότι ο ίδιος δεν το έχει δει αλλά όπως υποσχέθηκε ο διάσημος τραγουδιστής και συνθέτης: «θα βρω το κουράγιο να το δω, χωρίς αμφιβολία».

Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ προέρχεται από από έναν στίχο του «The Sound of Silence» που κυκλοφόρησε ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός το 1964.

Αφηγείται το μοναδικό ταξίδι έξι δεκαετιών με τις αμέτρητες μουσικές επιτυχίες, από το «Sounds of Silence» μέχρι το συγκλονιστικό «Graceland», ξεκινώντας από το Κουίνς της Νέας Υόρκης όπου ο Paul Simon μεγάλωσε και την γνωριμία του σε ηλικία 11 χρονών με τον Αρτ Γκαρφάνκελ (Art Garfunkel). Σύμφωνα με το ΑP, την σκηνοθεσία υπογράφει o βραβευμένος με Όσκαρ Άλεξ Γκίμπνι (Alex Gibney).

Τον περασμένο Μάιο ο Σάιμον έκανε γνωστό ότι έχασε μεγάλο μέρος της ακοής του. «Δεν το έχω αποδεχτεί εντελώς, αλλά αρχίζω να το συνειδητοποιώ», είπε χαρακτηριστικά σε ερώτηση του κοινού ενώ παραδέχτηκε ότι εξακολουθεί να γράφει μουσική με την έμπνευση να έρχεται το βράδυ.

«Ονειρεύτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να γράψω ένα τραγούδι με τον τίτλο «It’s What’s His Name» κατέληξε.

Robbie Robertson: Πέθανε ο συνθέτης και κιθαρίστας των "The Band"

Πέμπτη, 10/08/2023 - 15:19

Σε ηλικία 80 ετών πέθανε ο Robbie Robertson, κιθαρίστας και συνθέτης του καναδικο-αμερικανικού συγκροτήματος "The Band".

Σε δήλωση που εξέδωσε o μάνατζέρ του αναφέρει πως ο Robbie Robertson πέθανε την Τετάρτη (09/08), περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, ύστερα από μακρά ασθένεια.

Η δόξα για το συγκρότημα ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν ασκούσαν μεγάλη επιρροή και αποτέλεσαν το θέμα του "The Last Waltz", μιας ταινίας του Martin Scorsese για την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους.

Ο Robbie Robertson έγραψε μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια τους, μεταξύ αυτών το "The Weight" και "The Night They Drove Old Dixie Down".

Ο Robertson, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν "Jaime Royal Robertson", γεννήθηκε στο Τορόντο το 1943. Σε ηλικία 16 ετών έφυγε από το σπίτι του για να ακολουθήσει καριέρα στη μουσική.

Οι "The Band", όπως γράφει το BBC, είχαν γίνει γνωστοί ως το συγκρότημα που συνόδευε τον Bob Dylan σε περιοδεία του, πριν από την επιτυχία του άλμπουμ τους "Music From Big Pink" το 1968.

Κυκλοφόρησαν μια σειρά από αναγνωρισμένα άλμπουμ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και το 1976 έδωσαν την τελευταία τους συναυλία, αλλά επανενώθηκαν αργότερα -χωρίς τον Robertson- για μία σειρά από περιοδείες μεταξύ 1980 και 1990.

Πέθανε ο μουσικός και συνθέτης Ριουίτσι Σακαμότο

Κυριακή, 02/04/2023 - 17:39

Ο Ιάπωνας μουσικός και συνθέτης Ριουίτσι Σακαμότο (Ryuichi Sakamoto) πέθανε σε ηλικία 71 ετών, ανέφερε η εφημερίδα Yomiuri.

Ο καλλιτέχνης, που ήταν μέλος της Yellow Magic Orchestra (YMO) και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για τη μουσική για την ταινία “The Last Emperor“, πέθανε στις 28 Μαρτίου.

Γεννήθηκε στο Τόκιο. Σπούδασε σύνθεση στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Τόκιο, συνέχισε στο ίδιο μεταπτυχιακό και άρχισε να εργάζεται ως μουσικός. Σχημάτισε την YMO με τους Haruomi Hosono και Yukihiro Takahashi το 1978. Η καινοτόμος μουσική που χρησιμοποιεί πλήρως τα συνθεσάιζερ ονομάζεται techno pop και έχει δημιουργήσει αίσθηση στην Ιαπωνία και έχει σημειώσει επιτυχία, όπως εμφανίσεις στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Σακαμότο εμφανίστηκε ως ηθοποιός στην ταινία του 1983 “Merry Christmas on the Battlefield” σε σκηνοθεσία Ναγκίσα Όσιμα και ήταν υπεύθυνος για τη μουσική. Το θεματικό τραγούδι που συνέθεσε εξακολουθεί να αγαπιέται σε όλο τον κόσμο. Το 1987 εμφανίστηκε στην ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Ο τελευταίος αυτοκράτορας» και ήταν υπεύθυνος για τη μουσική. Κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής, Χρυσή Σφαίρα και Βραβείο Γκράμι.

Πηγή: ΑΠΕ, Yomiuri

Πέθανε ο Burt Bacharach, ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της ποπ

Πέμπτη, 09/02/2023 - 19:03

Ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της ποπ μουσικής, ο Burt Bacharach, πέθανε σε ηλικία 94 ετών.

Έγραψε διαχρονικές επιτυχίες όπως τα “I Say A Little Prayer”, “Walk On By” και “What The World Needs Now Is Love”.

Ο Bacharach πέθανε την Τετάρτη στο σπίτι του στο Λος Άντζελες από φυσικά αίτια, δήλωσε η εκπρόσωπός του Tina Brausam.

O Burt Bacharach το 2016/Ap Photos
O Burt Bacharach το 2016/Ap Photos

Μαζί με τον στιχουργό Hal David, έγραψε επίσης πολλά κινηματογραφικά θέματα, όπως το What's New, Pussycat, Alfie και το The Look Of Love, μια μεγάλη επιτυχία για τον Dusty Springfield.

Γνωστός για τις αέρινες μελωδίες του και τις πλούσιες ορχηστρικές ενορχηστρώσεις του, ο Bacharach ήταν ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς του 20ού αιώνα.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, σημείωσε 73 Top 40 επιτυχίες στις ΗΠΑ και 52 στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως η Dionne Warwick, ο Frank Sinatra, οι Beatles, η Barbara Streisand, ο Tom Jones, η Aretha Franklin και ο Elvis Costello.

Η μουσική του Bacharach άγγιξε πολλά είδη, από την cool jazz και το rhythm and blues, μέχρι την bossa nova και την παραδοσιακή pop - αλλά είχαν ένα κοινό: μπορούσες να τα αναγνωρίσεις μέσα σε μερικές νότες.

Ήταν ένα στυλ εμπνευσμένο από τον δάσκαλό του, τον Γάλλο μουσικό της τζαζ Darius Milhaud.

«Η παρατήρησή του ήταν: Ποτέ μην ντρέπεσαι για κάτι που είναι μελωδικό, θα μπορούσε κανείς να σφυρίξει», θυμάται ο Bacharach, ο οποίος είχε γνωρίσει τον συνθέτη κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Μουσική Ακαδημία της Δύσης της Καλιφόρνιας τη δεκαετία του 1940.

Ποιος ήταν ο Μπερτ Μπάκαρα

Ο Burt Freeman Bacharach ήταν Αμερικανός συνθέτης, τραγουδοποιός, παραγωγός δίσκων και πιανίστας που είχε συνθέτει εκατοντάδες ποπ τραγούδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τη δεκαετία του 1980, πολλά από τα οποία σε συνεργασία με τον στιχουργό Χαλ Ντέιβιντ. Βραβευμένα με έξι βραβεία Grammy και με τρία Όσκαρ, τα τραγούδια του Μπάκαρα έχουν ηχογραφηθεί από περισσότερους από 1.000 διαφορετικούς καλλιτέχνες. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες ποπ μουσικής του 20ού αιώνα.

burt bacharach, ΜΠΕΡΤ ΜΠΑΚΑΡΑ, ΣΥΝΘΕΤΗΣ

Η μουσική του Bacharach χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες συγχορδίες, επηρεασμένες από τις σπουδές του στην αρμονία της τζαζ και από ασυνήθιστες επιλογές οργάνων για μικρές ορχήστρες. Οι περισσότερες από τις επιτυχίες του Bacharach και του Ντέιβιντ γράφτηκαν ειδικά για και εκτελέστηκαν από την Ντιόν Γουόργουικ, αλλά και άλλους καλλιτέχνες. Μετά την αρχική επιτυχία αυτών των συνεργασιών, ο Bacharach συνέχισε να γράφει επιτυχίες για τους Τζιν Πίντεϊ, Σίλια Μπλακ, Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, Τζάκι Ντε Σάνον, Τομ Τζόουνς, Χερμπ Άλμπερτ, μεταξύ πολλών άλλων καλλιτεχνών.

ΜΠΕΡΤ ΜΠΑΚΑΡΑ, Burt Bacharach

Πολλά τραγούδια που συνέγραψε έχουν βρεθεί στην κορυφή του Billboard Hot 100 όπως τα «This Guy's in Love with You» (1968), «Raindrops Keep Fallin' on My Head» (1969), «(They Long to Be) Close to You» (1970), «The Arthur's Theme (Best That You Can Do)» (1981) και «That's What Friends Are For» (1986).

Σημαντική φιγούρα του easy listening, ο Bacharach είδε πολλά τραγούδια του να γίνονται σάουντρακ σημαντικών ταινιών μεγάλου μήκους. Το 2015, το περιοδικό Rolling Stone κατέταξε τους Bacharach και Ντέιβιντ στο νούμερο 32 του καταλόγου τους με τους 100 καλύτερους τραγουδοποιούς όλων των εποχών. Το 2012, το ντουέτο έλαβε το Βραβείο Gershwin της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου στην κατηγορία Ποπ Τραγούδι.

Σελίδα 1 από 2