Βαρύ πένθος για τον μεγάλο αντιφατικό

Διονύσης Σαββόπουλος (1944-2025)

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Στα 81 του χρόνια πέθανε χθες από ανακοπή καρδιάς ο επιδραστικότερος τραγουδοποιός της Ελλάδας, ο άνθρωπος που έκανε «σχολή» με τις εμπνεύσεις του, που μας πολιτικοποίησε με τα τραγούδια του, που μας «σκότωσε» και τον «σκοτώσαμε» χιλιάδες φορές ● Τώρα θα τον αποχαιρετήσουν κυρίως οι κορδωμένες παράτες και τα παχιά λόγια όσων τον ανακάλυψαν όψιμα και μόλις προχθές απαγόρευσαν τις συναθροίσεις στον Αγνωστο Στρατιώτη, ενώ οι υπόλοιποι, όσοι ενηλικιώθηκαν, πολιτικοποιήθηκαν και συνειδητοποιήθηκαν με τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», θα κλαίνε σχεδόν συνωμοτικά

«Τον σκοτώσαμε μέσα μας πολλές φορές μέχρι εδώ τον Σαββόπουλο», έγραφα στη Lifo το 2016. Κι ήταν αλήθεια. Μέχρι εκεί αλλά και μετά, όσοι παραμείναμε στην Αριστερά, διατηρώντας έστω εκείνο το όνειρο που ο ίδιος είχε κάνει ενοχικούς στίχους το ’94 στο «Μην πετάξεις τίποτα» [«Πού ήταν το θάρρος κι η πίστη μου αίφνης; Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά/ που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης/ με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά» (...)], στο «Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη», που δεν το τραγουδούσε ποτέ τα τελευταία πάρα πολλά χρόνια, δεν είχαμε άλλες επιλογές απ’ το να τον «σκοτώσουμε» μέσα μας χίλιες φορές. Από την πλήρη ταύτισή του με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και την πνευματική του «ομόνοια» με τη νεο-ορθόδοξη «φιλοσοφία» του Ράμφου και τα εύκολα, κατώτερά του, τσιτάτα στίχων για τη «Μοναξιά της Αμερικής», μέχρι τα υπερπολυτελή θεάματα στο Μέγαρο Μουσικής και τη διαρκή αισιοδοξία του για την, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αναγέννηση του έθνους κι όλα αυτά «πασπαλισμένα» στην πορεία με τις Καλομοίρες και τις τούρτες και τα αμήχανα αστραφτερά προγράμματα των τελευταίων χρόνων σε χώρους στους οποίους οι πορτιέρηδες δεν θα άφηναν τον παλιό του εαυτό καν να πατήσει απέξω, αλλά και τις «διορθώσεις» των δικών του στίχων στο Ηρώδειο όταν «Ο χαφιές που μας ακολουθεί» γινόταν «ο μπαχαλάκιας που μας ακολουθεί», με τον ίδιο εγκατεστημένο στη Φιλοθέη πολλά χρόνια πλέον, αισθανθήκαμε με τη σειρά μας ότι άλλες τόσες φορές μάς σκότωσε κι εκείνος.

Μα ήταν από αυτές τις «πατροκτονίες», τις σκληρές που σε ακρωτηριάζουν και σ’ αφήνουν Τρίτη βράδυ, προπαραμονή της επετείου της γέννησης του Χατζιδάκι, ανήμερα του δικού του θανάτου από ανακοπή καρδιάς στα 81 του, μετά από μια μεγάλη περιπέτεια υγείας χρόνων που συμπεριέλαβε κι έναν καρκίνο, να κλαις μόνος σου στο γραφείο για εκείνον, για τα τραγούδια του που σημάδεψαν τη ζωή σου, που σε μεγάλωσαν, σε ενηλικίωσαν και ιδεολογικά, για τις βραδιές στα προγράμματά του, για τις μέρες που πέρασαν, για όσα πιστέψαμε, για όσα μας κληροδότησε (απ’ τον Πεντζίκη έως τον Γιώργο Ιωάννου και την «Εκδίκηση της Γυφτιάς»), όσα αθετήσαμε, για όσα αθέτησε ο ίδιος, που μας είχε, άλλωστε, προειδοποιήσει σχεδόν εξαρχής πως θα μας απογοητεύσει κατά καιρούς («εφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες/ κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες./ Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε, σαν τρελές μέσα στην μπόρα»). Και ίσως η «τιμωρία» του για όλα αυτά να είναι ότι τώρα θα τον αποχαιρετήσουν κυρίως οι κορδωμένες παράτες και τα παχιά λόγια όσων τον ανακάλυψαν όψιμα και μόλις προχθές απαγόρευσαν τις συναθροίσεις στον Αγνωστο Στρατιώτη, ενώ οι υπόλοιποι, όσοι ενηλικιώθηκαν, πολιτικοποιήθηκαν και συνειδητοποιήθηκαν με τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», θα κλαίνε σχεδόν συνωμοτικά και πάλι απόψε κι αύριο και μεθαύριο σε κάποιο κωλόμπαρο ή μόνοι στο σπίτι τους. Ή ακόμα χειρότερα δεν θα κλαίνε, καταπίνοντας το κενό. Ποιοι, κύριε Σαββόπουλε, θα σας κλαίνε πιο συνειδητά; Τουλάχιστον, σκέφτομαι, πρόλαβε να γράψει εγκαίρως το ’79 τον «Πολιτευτή» για να περιγράψει ό,τι συνέβαινε, ό,τι ερχόταν και τον μελλοντικό εαυτό του: «Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία/ και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;/ τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη/και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη». Ετσι μιλούσε στο πόπολο τα τελευταία χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Δύσκολη ωστόσο η διαδρομή για να μην κλάψεις καθόλου, να μη σπάσεις καν. Διότι ο Σαββόπουλος τουλάχιστον μέχρι το «Κούρεμα» το ’89, που έκανε έξαλλο ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς με τραγούδια όπως το «Μην περιμένετε αστειάκια», «Το μητσοτάκ», το παρεξηγημένο «Κωλοέλληνες» και βέβαια την «Αποτυχία της Αριστεράς» («Εχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά/έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά»), αλλά κι αργότερα, όταν η στιχουργική του φλόγα, δίσκο με τον δίσκο υποχωρούσε, διατηρούσε, ερήμην του ίσως, μια διττή ιδιότητα. Του ανατριχιαστικά προφητικού τραγουδοποιού αλλά και του τραγικά συμβιβασμένου καλλιτέχνη, που κάποια στιγμή, κουρασμένος ίσως απ’ το ανηλεές κυνηγητό στα νιάτα του ή δελεασμένος από την ψευδεπίγραφη «ευμάρεια» και το βόλεμα των 80ς και 90ς, επιδίωξε κι απέκτησε «μπλοκ επιταγών». Ηταν ανέκαθεν αυτός ο τραγουδοποιός που έκανε την πιο αδυσώπητη αυτοκριτική με κάτι πιο μεταφυσικό, πιο στραμμένο στα έσω του, στην αγωνία της ηλικίας («σχεδόν 75 ετών/ με μπλοκ επιταγών...»), στον προσωπικό απολογισμό («χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν») και στην πορεία του («τους τίτλους τ’ ουρανού»). Κάτι που τελικά μας αφορούσε πολύ περισσότερο από τους πολιτικούς υπαινιγμούς και το ενίοτε δασκαλίστικο ύφος του.

Ο ίδιος άλλωστε, παρά την πορεία των τελευταίων χρόνων, είχε κάνει το χρέος του, προειδοποιώντας εγκαίρως για τον «Τελικό Συμβιβασμό» - που έλεγε κι ο έτερος της ημέρας, Χατζιδάκις: «Ημασταν πάντοτε της ήττας που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία», προειδοποιούσε ο Σαββόπουλος απ’ το ’89 («Μην περιμένετε αστειάκια») παραφράζοντας μια γνωστή ρήση του Μιτεράν για τη σισύφεια -αλλά και θεία- αποστολή της Αριστεράς. Και την ίδια στιγμή ήταν εκείνος, ο εγκαίρως προφητικός, που καταπατούσε -συνειδητά άρα- ό,τι είχε προβλέψει. Η σχέση μας με τον Σαββόπουλο θα χρειαστεί χρόνια για να βρει τη θέση της εντός μας, μακριά από τα προσωπικά, ιστορικά και πολιτικά τραύματα. Αλλά ο ίδιος από χθες μας προσπερνάει και περνάει στο Πάνθεον, το υποκειμενικό κι αντικειμενικό, και μόνον για τραγούδια όπως το «Ζεϊμπέκικο» (με τη θεία έμπνευση των στίχων και της φωνής της Μπέλλου) ή το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (αυτό για τον Κοεμτζή, την αναμετάδοση του οποίου ξανά και ξανά υπερασπίστηκε ο Χατζιδάκις με πείσμα στο Τρίτο, κόντρα στη διαταγή του τότε υπ. Προεδρίας, Αθ. Τσαλδάρη). Αρα είναι αθάνατος.

Τα άλλα τα ξέρουμε αναλυτικά αλλά κι αποσπασματικά από τα δεκάδες βιογραφικά και τις συνεντεύξεις του (πάντα προετοιμασμένες προσεκτικά, πάντα εξίσου έξυπνες, γοητευτικές κι ατακαδόρικες). Γεννήθηκε στη Σαλονίκη. Το ’λεγε ο ίδιος στη «Ρεζέρβα»: «Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα/με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ/η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς/Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι/έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη/Από τα χώματα και με το αεράκι/βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή/είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι/στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί (...)». Η Θεσσαλονίκη του Τσιτσάνη, του Πεντζίκη, του Χριστιανόπουλου ή του Παπάζογλου πολύ αργότερα είναι οι προσλαμβάνουσές του. Αλλά «έφηβος, ήμουν αρκετά επηρεασμένος από τον Αττίκ και από τον Μάρκο Βαμβακάρη», έλεγε ο ίδιος. Βέβαια άλλαζε κατά καιρούς το αφήγημα κατά το δοκούν αυτός ο υπέροχος παραμυθάς -άλλο τεράστιο ταλέντο- που όσες φορές κι αν έλεγε την ιστορία, την παράλλασσε, την έφερνε στα μέτρα του. Αλλά ταυτόχρονα τότε καραδοκούσε η πραγματικότητα: «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο», «Οι παλιοί μας φίλοι»... Στα 22 του είχε κιόλας αποκτήσει την ικανότητα να παρατηρεί και να προβλέπει...

«Ξεκίνησε να σπουδάζει νοµικά στο Αριστοτέλειο, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εξέδωσε δισκογραφικά 14 κύκλους τραγουδιών του, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις έξι συναυλιών και παραστάσεών του. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα το 1967. Εδωσε συναυλίες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσµο. Εγραψε µουσική για παραστάσεις σε θέατρα της Αθήνας και στην Επίδαυρο και για τον κινηµατογράφο». Αντιγράφω, γιατί τι να πρωτογράψεις;
Θα θυμηθώ ό,τι μας κληροδότησαν οι αναμνήσεις του -κάποτε- στενού του φίλου, «μέντορα» του πολιτιστικού ρεπορτάζ και συναγωνιστή του, Δημήτρη Γκιώνη, για την εποχή που κατέβηκε απ’ τη Θεσσαλονίκη και χίπης και ρακένδυτος αναζητούσε με τη βραχνή, σχεδόν ατονάλ φωνή του, δουλειά στα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής και τελικά τον πέταγαν έξω γιατί απαιτούσε «σιωπή» για να πει -νεότατος-τα τραγούδια του. Το σοκ του Αλέκου Πατσιφά της «Λύρα» όταν τον πρωτάκουσε. Ή το βράδυ του χουντικού πραξικοπήματος που ήταν παρέα με τον Γκιώνη, τον Ρασούλη, τον Λοΐζο και τον Λάδη και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους, κρατώντας έκτοτε μια κασέτα με κιθάρα και τη βραχνή φωνή του στην πρώτη τους παράνομη ηχογράφηση.

«Ιστορικές είναι για την Ελλάδα η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 (το στάδιο όπου μετέπειτα έγιναν οι τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στις οποίες πρωτοστάτησε) και το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο με τη συμμετοχή εξήντα χιλιάδων θεατών. Τα τραγούδια του ερμηνεύονται στις συναυλίες πολλών ομοτέχνων του, διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, κυκλοφορούν μελέτες για το έργο του και στίχοι του διδάσκονται μεταφρασμένοι στα ιταλικά από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης», γράφουν τα επίσημα βιογραφικά. Ιστορικές είναι οι εμφανίσεις στο «Κύτταρο» με τα «Μπουρμπούλια», τα «Δέκα χρόνια κομμάτια», οι εμπνεύσεις για τη συνεργασία με την Μπέλλου και τη Δόμνα Σαμίου, ο τρόπος που αφομοίωσε τα ροκ κελεύσματα της Δύσης των 60ς και 70ς, τον Ντίλαν και το δράμα του Βιετνάμ («Αγγελος-Εξάγγελος», «Βιετνάμ Γιε-Γιε»), το γαλλικό τραγούδι (ακούστε τη «Ζωζώ» και το «Brave Margot» του Μπρασένς) και τους Beatles («Το περιβόλι του τρελού») με την καθ’ ημάς, βαλκανική παράδοση που ξαναερχόταν ορμητική («Μπάλλος»).
Τα βιογραφικά του θα τα διαβάσετε σήμερα σ’ εκατό σημεία και σ’ άλλα εκατό θα ανασύρετε (όσοι άνω των 20) την προσφορά του, τους σταθμούς του, την εργογραφία του.

Ο θάνατός του, κάπως αιφνίδιος μετά την περιπέτεια της υγείας των τελευταίων χρόνων, ξαναφέρνει τον Σαββόπουλο στις διαστάσεις που του πρέπουν. Παραμερίζοντας τις ιδεολογικές μας πικρίες και τα «αδειάσματα», θα αξιολογήσουμε σιγά σιγά το ίχνος του. Που είναι γιγαντιαίο.

«Ο πολυαγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς και τραγουδοποιός έφυγε απόψε Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025. Λεπτομέρειες για τον αποχαιρετισμό του θα ανακοινωθούν τις επόμενες ώρες» έγραψαν η Ασπα («δε φοβάμαι πια, και ξέρω γιατί»), σύντροφος της ζωής του, τα τρία του παιδιά, Κορνήλιος, Ρωμανός και Αγγέλα, και τα δύο του εγγόνια, Διονύσης και Ανδρέας.

Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ