«SOS» για την πορεία της οικονομίας και της αγοράς εργασίας εκπέμπει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, σύμφωνα με την ετήσια οικονομική έκθεση του 2017. Το
βασικό συμπέρασματης μελέτης συνίσταται στο ότι «η συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής», ειδικά σε όρους επίτευξης βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάκτησης της φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα. Παράλληλα, υποστηρίζεται ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση εύθραυστης στασιμότητας και μη διατηρήσιμης δυναμικής, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, της αδύναμης κατανάλωσης, της δραματικής αποεπένδυσης, αλλά και των αρνητικών επιπτώσεων αυτής στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Στο 29,6% η πραγματική ανεργίαΌσον αφορά τα εργασιακά, το Ινστιτούτο εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του, καθώς σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 29,6%. Όπως εξηγεί, το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία την ίδια ώρα, συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%. Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%), αλλά και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην περίληψη της Έκθεσης:Κάνοντας χρήση εναλλακτικών δεικτών εκτίμησης του ποσοστού ανεργίας, που αποτυπώνουν πληρέστερα την κατάσταση της αγοράς εργασίας και που λαμβάνουν υπόψη τους ανέργους, τους αποθαρρημένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση, συμπεραίνουμε ότι αυτό που θα μπορούσαμε να
χαρακτηρίσουμε ως «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%.
Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η
μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%. Εξετάζοντας άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά
υψηλότερο στις γυναίκες(27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%)
και στις νεότερες ηλικίεςσε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει μικρή μόνο επίδραση στο επίπεδο της ανεργίας.
O συνδυασμός υψηλής ανεργίας, και ειδικά της υψηλότατης μακροχρόνιας ανεργίας, με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την κάλυψη των ανέργων οδηγεί σε εντεινόμενη εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλή εισοδηματική ποιότητα και αύξηση της έντασης εργασίας, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες νομικής προστασίας της απασχόλησης, απολύτως αναποτελεσματική, καθώς θα οδηγούσε σε παραπέρα κατακερματισμό και συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ομάδων των εργαζομένων, γεγονός που θα είχεαρνητική επίπτωση και στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σε σχέση με το
επίπεδο του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέαπαρατηρούμε από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (β ́ τρίμηνο του 2016) την εξής κατανομή των καθαρών μηνιαίων αποδοχών και του ποσοστού των μισθωτών, που αμείβονται αντίστοιχα:
κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ). Αντίστοιχα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Στη διάρκεια του 2016 η κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων παρέμεινε αμετάβλητη, καθώς εξακολουθούσαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσμοθετήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Το 2016 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας
το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.
Αντίθετα ο
αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το
95,21%του συνόλου των ΣΣΕ.
Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.
- ΕΔΩ για την Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
ergasianet