Από τους ελέγχους στα αεροδρόμια έως τον Covid / Πως διευρύνονται τα όρια του «αποδεκτού» στην επιτήρηση
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΦΡΑΓΚΟΥ
Στις 7.30 το πρωί, στην έξοδο 2E του αεροδρομίου Σαρλ ντε Γκωλ στο Παρίσι, η σκηνή είναι γνώριμη: ένας άνδρας βγάζει μηχανικά τη ζώνη του, μια μητέρα αδειάζει μπιμπερό σε πλαστικό δοχείο, ένας τουρίστας λύνει με αναστεναγμό τα κορδόνια του. Οι ήχοι των σαρωτών και των κυλιόμενων καλαθιών σπάνε τη σιωπή.
Εικόνες που επαναλαμβάνονται αδιάκοπα. Το 2024, σχεδόν 4,9 δισεκατομμύρια επιβάτες πέρασαν από ελέγχους ασφαλείας, δηλαδή πάνω από 13 εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά.
Η διαδικασία μοιάζει τεχνική και απαραίτητη. Ωστόσο, από ανθρωπολογική σκοπιά, πρόκειται για μια τελετουργία που αλλάζει την ταυτότητά μας. Μπαίνουμε στην ουρά ως πολίτες, επαγγελματίες ή τουρίστες και βγαίνουμε ως «επιβάτες σε διέλευση». Η μετάβαση αυτή ακολουθεί το σχήμα των «τελετουργιών μετάβασης» που περιέγραψε ο ανθρωπολόγος Άρνολντ βαν Γκέννεπ: πρώτα, αποχωριζόμαστε τα προσωπικά μας αντικείμενα και σύμβολα κύρους – από ζώνες, ακριβά ρολόγια και παπούτσια μέχρι μπουκάλια νερού – βιώνοντας μια τεχνητή «ισότητα» απέναντι στους ελέγχους.
Ακολουθεί η «οριακή» φάση, όπως την όρισε ο Βίκτορ Τέρνερ: περνάμε από σαρωτές, απαντάμε σε ερωτήσεις, γινόμαστε όλοι προσωρινοί ύποπτοι που πρέπει να αποδείξουμε την αθωότητά μας. Η αντιστροφή του τεκμηρίου αθωότητας γίνεται αποδεκτή ως αυτονόητη στο πλαίσιο της ασφάλειας.
Στην τελική φάση, την «επανένταξη», μας επιτρέπεται να εισέλθουμε στην αποστειρωμένη ζώνη. Πλέον είμαστε «επιβάτες», με την υποχρέωση της πειθαρχίας και υπομονής. Οι εμπορικοί χώροι και τα καφέ υπενθυμίζουν πως, εκτός από ταξιδιώτες, είμαστε και καταναλωτές σε ένα παγκόσμιο ενδιάμεσο χώρο.
Παρά την αυστηρότητά τους, οι έλεγχοι έχουν αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Το 2015, αμερικανικές ομάδες κατάφεραν να περάσουν ψεύτικα όπλα στο 95% των περιπτώσεων. Το πρόγραμμα ανίχνευσης συμπεριφορών SPOT, που κόστισε 900 εκατ. δολάρια (2007-2013), δεν εντόπισε κανέναν «τρομοκράτη». Οι ειδικοί Μαρκ Στιούαρτ και Τζον Μιούλερ υποστηρίζουν ότι το όφελος στην πραγματική μείωση του κινδύνου είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα τεράστια κόστη.
Ο αναλυτής ασφάλειας Μπρους Σνάιερ μιλά για «θέατρο ασφαλείας» και για μέτρα που στόχο έχουν να καθησυχάσουν το κοινό όχι να αντιμετωπίσουν σοβαρές απειλές. Μετά από κάθε τρομοκρατικό χτύπημα, οι πολίτες αναμένουν ορατά μέτρα, ακόμη κι αν αυτά είναι αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας. Η «παράσταση» αυτή λειτουργεί ως κοινωνική απάντηση στον φόβο, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στο σύστημα.
Οι διαδικασίες αυτές όμως δεν μένουν χωρίς συνέπειες: μας μαθαίνουν να αποδεχόμαστε την επιτήρηση ως κάτι φυσιολογικό και «για το καλό μας». Η αντίσταση γίνεται ύποπτη, όποιος δυσανασχετεί ή αμφισβητεί τις διαδικασίες θεωρείται «προβληματικός». Σταδιακά, προσαρμοζόμαστε εκ των προτέρων: φοράμε παπούτσια χωρίς κορδόνια, συσκευάζουμε τα υγρά σύμφωνα με τους κανόνες, βγάζουμε εύκολα τον υπολογιστή. Δημιουργούνται, κατά τον Μισέλ Φουκώ, «πειθήνια σώματα» που εσωτερικεύουν τους περιορισμούς.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στα αεροδρόμια. Η πανδημία COVID-19 έφερε παρόμοιες πρακτικές: πιστοποιητικά και ελέγχους για πρόσβαση σε χώρους. Με κάθε κρίση, θεσπίζονται νέοι συλλογικοί κανόνες που αλλάζουν μόνιμα τα όρια του αποδεκτού.
Γιατί βγάζουμε τα παπούτσια μας;
Η απαίτηση να βγάζουν οι επιβάτες τα παπούτσια τους προέρχεται από ένα και μόνο περιστατικό: την αποτυχημένη απόπειρα του Ρίτσαρντ Ριντ το 2001 να μεταφέρει εκρηκτικά κρυμμένα στα παπούτσια του. Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά, το μέτρο εφαρμόζεται ακόμη εκεί όπου δεν έχει καταργηθεί, ως «αρχικός μύθος» που δικαιολογεί μόνιμους περιορισμούς.
Ο κοινωνιολόγος Ντιντιέ Φασέν μιλά για «ηθική διακυβέρνηση», όπου η υπακοή θεωρείται ένδειξη ηθικής ακεραιότητας και η αμφισβήτηση ισοδυναμεί με έλλειψη υπευθυνότητας. Οι πιο αποτελεσματικές τελετουργίες, εξηγεί η ανθρωπολογία, είναι αυτές που δεν τις αναγνωρίζουμε ως τέτοιες: τις αποδεχόμαστε ως αυτονόητες.
Έρευνες στην κοινωνική ψυχολογία δείχνουν ότι δεχόμαστε πιο εύκολα περιορισμούς όταν πιστεύουμε ότι τους επιλέγουμε οι ίδιοι. Με την «ελεύθερη» απόφαση να ταξιδέψουμε, αποδεχόμαστε και όλα τα συνοδευτικά μέτρα.
Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών δεν σημαίνει απαραίτητα απόρριψή τους, αλλά μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για συζήτηση γύρω από τη λογική και τα όρια των περιορισμών που θεωρούμε δεδομένους.
Πηγή: The Conversation