Ταϊβάν: Αναπτύσει νέο πύραυλο cruise μαζί με τις ΗΠΑ – Τι είναι ο Barracuda 500

Πρωτότυπο ενός νέου κατευθυνόμενου πυραύλου cruise, που μπορεί να εκτοξευθεί είτε από ξηρά είτε από θάλασσα, τον οποίο θα αναπτύξει από κοινού με την αμερικανική εταιρεία κατασκευής όπλων Anduril Industries παρουσίασε η Ταϊβάν, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας της, με σκοπό να αποτρέψει πιθανές στρατιωτικές απειλές από την Κίνα.

Ο Barracuda 500, αποτελεί έναν αυτόνομο πύραυλο χαμηλού κόστους σχεδιασμένο για ομαδικές επιθέσεις σε πολεμικά πλοία. Παρουσιάστηκε από το κρατικό Εθνικό Ινστιτούτο Επιστήμης και Τεχνολογίας Chung-Shan (NCSIST), -τον κορυφαίο κατασκευαστή όπλων στη χώρα-, ενόψει της Έκθεσης Αεροδιαστημικής και Αμυντικής Τεχνολογίας της Ταϊπέι που ξεκίνησε στις 18 Σεπτεμβρίου, και αποτελεί τη μεγαλύτερη έκθεση άμυνας του νησιού.

Η γραμμή παραγωγής του πυραύλου θα τεθεί σε λειτουργία μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο, με το κόστος ανά πύραυλο να κυμαίνεται περίπου στα 216.000 δολλάρια, όπως δήλωσε ο πρόεδρος του NCSIST Λι Σι-Τσιάνγκ, προσθέτοντας ότι «ολόκληρη η αλυσίδα εφοδιασμού του πυραύλου θα βρίσκεται στην Ταϊβάν».

Η παρουσίαση ήρθε λίγο μετά την ανακοίνωση του Προέδρου του νησιού, Λάι Τσινγκ-τε, για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ πριν το 2030, υπό την απειλή πιθανού πολέμου από την Κίνα.Το Πεκίνο έχει προβεί σε έντονες στρατιωτικές πιέσεις εναντίον της Ταϊβάν, αποστέλλοντας τακτικά μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο της επιχειρώντας να την αποκλείσει από την παγκόσμια σκηνή.

Οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν είναι τεταμένες ήδη από το 1949, όταν ο Μάο Τσετούνγκ ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στο Πεκίνο και οι τότε εθνικιστικές δυνάμεις του κόμματος Κουομιντάνγκ -με επικεφαλής τον Τσιαν Κάι Σεκ- που αντιτάχθηκαν στην σοσιαλιστική επανάσταση του Μάο διέφυγαν στην Ταϊβάν. Εκεί, ίδρυσαν την «Δημοκρατία της Κίνας», ενώ οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές διεξήχθησαν επισήμως το 1996.

Στο εσωτερικό του νησιού υπάρχουν δύο διαφορετικές ιδεολογίες, με την μία να υποστηρίζει την πλήρη ανεξαρτητοποίηση από την Κίνα, και την άλλη να «βλέπει» μία αναπόφευκτη επανένωση μαζί της. Η Κίνα ωστόσο θεωρεί την Ταιβάν ως την 23η επαρχία της και όχι ως ανεξάρτητο κράτος, το οποίο έχει επιβεβαιώσει ήδη από το 2005, όταν υιοθέτησε αντι-αποσχιστικό νόμο που επέτρεπε την χρήση «μη ειρηνικών» μέσων στην περίπτωση που η Ταϊβάν κήρυττε την ανεξαρτησία της, πολιτική γνωστή ως «Μία Κίνα».

Σε δήλωσή του στο ετήσιο φόρουμ άμυνας Ξιανγκσάν στο Πεκίνο, ο Κινέζος Υπουργός Άμυνας Ντονγκ Τζουν σημείωσε μεταξύ άλλων πως «δεν θα επιτρέψουμε ποτέ σε καμία αυτονομιστική συνωμοσία για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν να πετύχει και είμαστε έτοιμοι να ματαιώσουμε οποιαδήποτε εξωτερική στρατιωτική παρέμβαση ανά πάσα στιγμή».

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ αποτελούν τον ισχυρότερο σύμμαχο της Ταϊβάν, εξοπλίζοντας το νησί στρατιωτικά από την πρώτη στιγμή και δηλώνοντας πως διατηρούν τη δυνατότητα να το υπερασπιστούν σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης. Ωστόσο, σε μία πολιτική που ονομάζουν «στρατηγική ασάφεια» δεν την αναγνωρίζουν ως ανεξάρτητο κράτος, ούτε έχουν διατηρήσει επίσημες διπλωματικές επαφές μαζί της.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της στρατηγικής των ΗΠΑ είναι άδεια πώλησης όπλων στην Ταϊβάν κατά την πρώτη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ το 2017 και η δήλωση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, το 2022 ότι θα υπερασπιστεί στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση επίθεσης από την Κίνα, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται η πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» που διατηρούσε εξ αρχής.

Για τις ΗΠΑ, η Ταϊβάν διαθέτει τεράστια στρατηγική σημασία τόσο εμπορικά όσο και στρατιωτικά. Αρχικά, λόγω τοποθεσίας, καθώς βρίσκεται κοντά στην Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τις Φιλιππίνες, σημαντικούς συμμάχους της Αμερικής, ενώ από εμπορικής άποψης το Στενό της Ταϊβάν -ή στενό της Φορμόζας, πορθμός 180 χλμ που χωρίζει το νησί από την ηπειρωτική Ασία- κατέχει κομβική θέση στη διαμόρφωση τον παγκόσμιων εμπορικών ροών.

Το Πεκίνο από τη μεριά του έχει προειδοποιήσει πολλές φορές την Ουάσιγκτον να σταματήσει να εξοπλίζει στρατιωτικά την Ταιβάν, ενώ μόλις την περασμένη εβδομάδα Ο Ντονγκ σε τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκεθ, ανέφερε πως οποιαδήποτε προσπάθεια χρήσης της Ταϊβάν για να περιοριστεί η Κίνα είναι «καταδικασμένη σε αποτυχία».