Ελλάδα, η πιο χρεωμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Η Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά ως χώρα που «επιστρέφει στην κανονικότητα», με την κυβέρνηση να μιλά για ανάπτυξη, επενδύσεις και ανάκτηση αξιοπιστίας. Ομως πίσω από τα χαμόγελα και τις θριαμβολογίες οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια πολύ πιο σύνθετη και εύθραυστη πραγματικότητα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η πιο χρεωμένη χώρα της Ευρώπης, με δημόσιο χρέος που όχι μόνο δεν μειώνεται ουσιαστικά, αλλά παραμένει δεμένο σε μακροπρόθεσμα δάνεια και αυξανόμενες εξαρτήσεις από τις αγορές.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η ανάπτυξη που εμφανίζεται σήμερα ως επιτυχία –αύξηση του ΑΕΠ, ενίσχυση επενδύσεων, «ανθεκτικότητα» της οικονομίας– στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε προσωρινούς παράγοντες: το Ταμείο Ανάκαμψης, τον τραπεζικό δανεισμό, τον τουρισμό και διεθνείς συνθήκες που μπορούν εύκολα να αλλάξουν.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δείχνει να προχωρά, αλλά πατά πάνω σε σαθρό έδαφος. Κι αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές μέσα από όσα αποκαλύπτουν στις πρόσφατες εκθέσεις τους το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Κομισιόν και το ΔΝΤ.
Πρωταθλήτρια Ευρώπης στο χρέος
Η Εκθεση Δημοσιονομικής Βιωσιμότητας 2024 του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξετάζει την πραγματική αντοχή της ελληνικής οικονομίας τονίζοντας ότι σημαντικός δείκτης βιωσιμότητας είναι το δημόσιο χρέος. Η έννοια «χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ» δείχνει πόσο μεγάλο είναι το χρέος σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας: δεν αρκεί να γνωρίζεις πόσα δισ. χρωστάς· έχει σημασία αν η οικονομία σου αντέχει να το σηκώσει. Γι’ αυτό ένας μεγάλος αριθμός μπορεί να είναι διαχειρίσιμος για μια ισχυρή οικονομία, αλλά ασφυκτικός για μια μικρότερη.
Σε αυτό το μέτρο η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στην πιο δύσκολη θέση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Παρά τη βελτίωση σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης, το χρέος παραμένει στο 154,2% του ΑΕΠ το 2024 – το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κινείται γύρω στο 83%. Για να γίνει ακόμη πιο σαφής η απόκλιση, αρκεί η σύγκριση με την Εσθονία, ο δείκτης της οποίας περιορίζεται στο 23,6%, παρότι η χώρα διαθέτει πολύ μικρότερη οικονομία, νεότερο θεσμικό πλαίσιο και αποτελεί μέλος της ΕΕ μόλις από το 2004. Σε απόλυτα μεγέθη το χρέος μένει σχεδόν ίδιο στα 364,9 δισ. ευρώ· η μικρή «μείωση» οφείλεται μόνο στην αύξηση του ΑΕΠ, όχι σε πραγματική απομείωση.
Το χρέος «περνά» στις επόμενες γενιές
Η διάρθρωση του χρέους δείχνει ότι η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε βαρύ δανειακό υπόστρωμα. Πάνω από 70% του χρέους είναι μακροπρόθεσμα δάνεια που εκτείνονται σε δεκαετίες, ενώ το ύψος των ομολόγων που εκδίδει το ελληνικό δημόσιο έχει εκτοξευτεί από 67 δισ. το 2020 στα 94,8 δισ. το 2024. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη εξάρτηση από τις αγορές και τα επιτόκια. Οταν δηλαδή πάνω από το 70% του χρέους –περισσότερα από 255 δισ. ευρώ– είναι μακροπρόθεσμα δάνεια που λήγουν σε ορίζοντα δεκαετιών, δεν σημαίνει ότι η χώρα έχει «καθαρίσει», αλλά ότι η αποπληρωμή μετατίθεται στο μέλλον κάνοντας το βάρος διαγενεακό.
Κι όμως, απέναντι σε αυτή την εικόνα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει λόγο για «νέα αποκλιμάκωση του χρέους», ενώ ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος μιλά για «μείωση 50 μονάδων». Η έκθεση του Ελεγκτικού όμως αποκαλύπτει μια πραγματικότητα που δεν χωρά σε επινίκιους τόνους: η Ελλάδα δεν έχει μειώσει ουσιαστικά το χρέος της και παραμένει η πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης.
Χωρίς Ταμείο Ανάκαμψης καμία ανάπτυξη
Και ενώ το βάρος του χρέους παραμένει τεράστιο, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σύνθετη όταν εξεταστεί η πραγματική πηγή της σημερινής ανάπτυξης. Η Κομισιόν, στην έκθεσή της για την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2025, αναγνωρίζει ότι η οικονομία εμφανίζει ανάπτυξη, αλλά είναι συγκυριακή.
Οπως υπογραμμίζει, η Ελλάδα τρέχει με ρυθμό 2% το πρώτο εξάμηνο του 2025 χάρη στον τουρισμό κι ένα προσωρινό κύμα επενδύσεων σε κατασκευές και εξοπλισμό. Η επενδυτική δραστηριότητα αυξάνεται όχι επειδή η οικονομία έγινε ξαφνικά αυτάρκης, αλλά επειδή τροφοδοτείται από δύο εξωτερικές πηγές: τον τραπεζικό δανεισμό και –κυρίως– το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η Κομισιόν το λέει ξεκάθαρα: όσο ρέουν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να δείχνει ισχυρή. Ομως αυτό το «καύσιμο» τελειώνει. Από το 2026 και έπειτα, με το ταμείο να ολοκληρώνεται, η ανάπτυξη θα αρχίσει να επιβραδύνεται. Το 2027 προβλέπεται ήδη να πέσει στο 1,7%, υποδηλώνοντας ότι η δυναμική της ελληνικής οικονομίας δεν είναι αυτοτροφοδοτούμενη.
Παράλληλα, η Κομισιόν επισημαίνει πόσο ευαίσθητη παραμένει η ελληνική οικονομία σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς: υψηλό κόστος δανεισμού, γεωπολιτικές εντάσεις και διεθνείς διαταραχές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία με έκθεσή της τον Μάιο του 2025 προειδοποιεί ότι η ανάπτυξη στηρίζεται κυρίως στην εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης, τονίζοντας την ευθραυστότητα της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα κάτι τέτοιο υπογραμμίζει και το ΔΝΤ σε έκθεση του τον Απρίλιο του 2025 επισημαίνοντας ότι εάν υπάρξει επιδείνωση σε εξωτερικούς /εγχώριους κινδύνους το χρέος μπορεί να αυξηθεί, άρα η σταθερότητα δεν θεωρείται δεδομένη. Με λίγα λόγια, αναγνωρίζεται επιφανειακή πρόοδος, όχι ανθεκτικότητα. Η Ελλάδα τρέχει, αλλά τρέχει με δανεικά – και όταν τελειώσει το ευρωπαϊκό «οξυγόνο» του Ταμείου Ανάκαμψης, η πραγματική εικόνα της οικονομίας και του χρέους θα αποκαλυφθεί.