Η ενδιάμεση γενιά

ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΣ

Ηρθε λοιπόν η ώρα να συντάξω ένα άρθρο για τη γενιά μου. Την ενδιάμεση αυτή γενιά ανάμεσα σε ένα παρελθόν που δεν έχει παρέλθει και ένα μέλλον που είναι κιόλας εδώ. Είμαστε η ενδιάμεση γενιά. Μια γενιά μετέωρη ανάμεσα σε παραδομένους κοινούς τόπους και απότομες αλλαγές. Μέσα στον μετεωρισμό αυτό συνορεύουμε διαρκώς και ταυτόχρονα με διαφορετικές βεβαιότητες, διαφορετικά αυτονόητα. Τόσο που τελικά δεν ανήκουμε πουθενά.

Μεγαλώσαμε χωρίς οθόνες και κινητά. Παρ’ όλα αυτά η σημερινή συνθήκη δεν μας είναι ξένη. Στα χρόνια του σχολείου όλο και κάποιος φίλος θα είχε κάποιο pc το οποίο θα προσπαθούσαμε να χειριστούμε τα Σαββατοκύριακα. Με τις αργές αυτές συνδέσεις με τους περίεργους ήχους, που για να κατεβάσεις ένα άλμπουμ πέρναγαν είκοσι ώρες. Η χιονοστιβάδα της οθόνης δεν μας είναι ξένη. Και όμως θυμόμαστε πώς ήταν και χωρίς αυτή. Χωρίς τη διαρκή παρουσία που σου επιβάλλουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα κινητά.

Μεγαλώσαμε, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, σε ένα περιβάλλον και μια εποχή ανεξέταστα σεξιστική και ομοφοβική. Τα αστεία μας, οι κρίσεις μας, οι απευθύνσεις μας ήταν ποτισμένες με αυτά. Και μάθαμε σιγά σιγά μεγαλώνοντας να αποκρυπτογραφούμε και να ξηλώνουμε, μετανιώνοντας για προηγούμενες συμπεριφορές και προηγούμενα αυτονόητα. Νιώθαμε τι σημαίνει να εξελίσσεσαι προς μια νέα κατεύθυνση, προς ένα σημείο που διαρκώς προσπαθούμε να προσεγγίσουμε, μα δεν γνωρίζουμε πόσο κοντά είμαστε στο να το φτάσουμε.

Δεν προλάβαμε τις αλάνες (ακόμα και η λέξη μάς φέρνει κούραση, μια και ανακαλεί όλες τις ιστορίες των γηραιότερων), ούτε όμως την απολυτότητα του οργανωμένου και περιφραγμένου αθλητισμού. Μια πόλη-ρημάδι που αντικαταστάθηκε με μια πόλη οργανωμένου χάους.

Προλάβαμε την Αριστερά ως ένα αφηρημένο ιδανικό που όλοι τη σέβονταν ως κάτι περιθωριακό αλλά έντιμο, έτσι ώστε να μην τους ενοχλεί. Και μετά όταν την είδαμε να ενοχλεί, την είδαμε και να αποτυγχάνει. Με όλους εκείνους που κάποτε τη «σέβονταν» τώρα να στρέφονται εναντίον της με ζήλο μετεμφυλιακού χωροφύλακα.

Ακόμα περισσότερο είμαστε αυτοί που λίγο ώς πολύ μεγάλωσαν με την ασφάλεια ενός ελεγχόμενου μέλλοντος. Με αυτά τα «έχει ο Θεός» στις πιο λαϊκές οικογένειες και αυτά τα «τελείωσε τη σχολή και κάτι θα βρεις» στις πιο μικρομεσαίες. Και όταν βγήκαμε στην αγορά εργασίας, το μόνο που βρήκαμε ήταν η κρίση και μια έκτακτη ανάγκη που μας μετέτρεψε σε μετανάστες, εξειδικευμένους άνεργους, γερασμένους από την κούραση νεολαίους.

Προλάβαμε πολλούς και σημαντικούς. Αλλά τους είδαμε στις συναυλίες γερασμένους, να αλλάζουν απόψεις ή να είναι ήδη αλλαγμένοι στη φάση της αναίρεσης όλων όσων τους είχαν φέρει στο μέγεθός τους. Και στην τελική σούμα συγκινηθήκαμε πιο πολύ από κηδείες και θανάτους παρά από την κυκλοφορία ενός νέου δίσκου, την έκδοση ενός νέου βιβλίου.

Είμαστε η ενδιάμεση γενιά. Δύσκολα μπορούμε να προσαρμοστούμε στις νέες απαιτήσεις και ακόμα πιο δύσκολα να περιοριστούμε στην αναπόληση, στην απόλυτη ρομαντικοποίηση ενός παρελθόντος που όλα έμοιαζαν σωστά. Στριμωγμένοι ανάμεσα σε μια γενιά που πλήγωσε ανεπανόρθωτα με τον ναρκισσισμό και την εγωπάθειά της και σε μια γενιά που σχεδόν δεν καταλαβαίνουμε. Δεν προλάβαμε να ανήκουμε στο παλιό και μαζί δεν προλάβαμε να γίνουμε μέρος του καινούργιου. Ο χρόνος αποδείχτηκε πιο γρήγορος από εμάς και μεις κάπως μπλεχτήκαμε ανάμεσα σε δύο βήματά του.

Αυτή η αίσθηση του να μην ανήκεις. Αυτή είναι το καταφύγιό μας. Και έτσι, απόμακροι, χωρίς δικαίωση, μπορούμε να παρατηρούμε. Να κρίνουμε χωρίς να εμπλεκόμαστε, αλλά μαζί συμμετέχοντας. Κομμάτι ενός συνόλου και μαζί θεατές του. Αυτή η έλλειψη είναι το μόνο μας εφόδιο. Και αν κάτι κάνουμε, ξεκινάει πάντοτε από αυτό.

Μια ενδιάμεση γενιά, μια φράση που ακόμα και αν βρίσκεται σε παρένθεση αναζητά διαρκώς το περιεχόμενό της.

Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ