Εξευγενισμός και συνώνυμα
Ο Φοίβος Οικονομίδης γράφει στο ''ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ'' (12.10.2015) για την επέλαση της βαρβαρότητας κάτω από γυαλιστερές επιφάνειες και το «καδράρισμα» της ψυχής της Αθήνας, η οποία μετατρέπεται σε ένα απέραντο εργοτάξιο
Λάμπες φθορίου. Στο βάθος, μία τρεμοπαίζει. Οι μισές δεν ανάβουν καν. Περπατώντας σε διάδρομο δημόσιου κτιρίου. Πανομοιότυπες πόρτες, κλειστές, τις προσπερνάς. Κενοί χώροι αναμονής σε επαρχιακό αεροδρόμιο αργά τη νύχτα. Πλήρης στατικότητα. Περαστικά άδεια γραφεία όπως προχωράς έξω από τις ανοιχτές πόρτες κίτρινου διαδρόμου εταιρείας ακινήτων.
Τραπέζια, τραπέζια, τραπέζια. Αποκαλούνται μεταιχμιακοί χώροι. Είναι χώροι μετάβασης· ούτε αφετηρίες ούτε προορισμοί. Χώροι χωρίς χρόνο, χώροι οικείοι που όμως σε κάνουν να αισθάνεσαι ανοίκεια. Τώρα: δώσ’ τους αλουμινένια τραπέζια και καρέκλες. Μωσαϊκό. Μεγάλα παράθυρα. Γραμματοσειρά μίνιμαλ. Γυαλιστερά τετράγωνα λευκά πλακάκια. Γράψε το μενού με μαρκαδόρο πάνω στα πλακάκια. Listening bar.
Πούλα καφέ, πούλα φυσικά κρασιά, πούλα μικρά πιάτα, σε μαγαζί των Εξαρχείων, της Κυψέλης, του Νότινγκ Χιλ, του Μεταξουργείου, του Μπρούκλιν, του Λε Μαρέ. Το ίδιο μαγαζί απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης και του Ατλαντικού. Χώροι χωρίς χρόνο, χώροι οικείοι που όμως σε κάνουν να αισθάνεσαι ανοίκεια, η ισοπέδωση της αισθητικής είναι η σημαία του εξευγενισμού.
Στα ισόγεια διαμερίσματα έρχονται ψηφιακοί νομάδες που θα προτιμούσαν να μη βρίσκονται πουθενά. Στα ημιυπόγεια που ζουν τρεις-τρεις πρόσφυγες και μετανάστες έρχονται ιδιωτικοί υπάλληλοι που δεν μπορούν να πληρώσουν ισόγειο να τους πετάξουν έξω. Από το μισό παράθυρο θα βλέπουν ανυπόμονα πόδια κάτω από λευκά τραπεζομάντιλα, από το άλλο μισό δεν θα βλέπουν τίποτα. Κάτι εξευγενίζεται. Κάτι ισοπεδώνεται.
Η βιομηχανική αισθητική του γκρεμισμένου ανήκει, εξάλλου, σε αυτό που αποκαλούμε aesthetic και το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε σκέτη την ίδια τη λέξη «aesthetic» για να μιλήσουμε για αυτή τη συγκεκριμένη-αλλά-θολή αισθητική, την αισθητική χωρίς περιεχόμενο, την αισθητική-πακέτο σε μόνιμη ταυτοτική σύγχυση, είναι κι αυτό εξευγενισμός.
Η αισθητική χωρίς περιεχόμενο γεννάει χώρους χωρίς ψυχή. Η γωνιά ενός τάπας μπαρ, τρία βινύλια σε ένα τραπεζάκι παλαιοπωλείου, ένα κερί που λιώνει πάνω από τον «Ξένο» του Καμί στο πρωτότυπο, μια ξύλινη επιφάνεια, ανοιχτή κουζίνα, υπόλευκο ή λευκό μάρμαρο Νάξου. Μπορείς να έρχεσαι κάθε μέρα, δεν θα γίνει στέκι σου ποτέ.
Οι χώροι της ισοπεδωμένης αισθητικής είναι άνετοι και ευχάριστοι. Εύκολοι και προβλέψιμοι σαν το σκρόλινγκ, την τεχνητή νοημοσύνη, τον λαϊκισμό. Πας αλλά δεν φθάνεις. Φεύγεις πιο άδειος απ’ ό,τι πήγες. Τέλεια καδραρισμένοι και φωτογραφίσιμοι. Πλησιάζεις, κάθεσαι, αλλά πάντα βρίσκεις στο τζάμι της κορνίζας, σε κρατάει πάντα σε ασφαλή απόσταση.
Πάντα ξεχνάς το όνομα του μπαρίστα, όσες φορές κι αν σου το πει. Κι αν ανοίξεις την πόρτα δίπλα στην τουαλέτα του wine bar της Νεάπολης, θα βγεις στο εστιατόριο με την καλή πρώτη ύλη στου Ψυρρή. Αν κατέβεις στο υπόγειό του, θα σε βγάλει στο new-age τσιπουράδικο στην Ανω Κυψέλη. Μεταιχμιακοί χώροι, περασμένοι από την κιμαδομηχανή των αλγορίθμων, ομογενοποιημένοι τόσο όσο τα γραφεία πολυεθνικών, το duty free των αεροδρομίων και τα διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Το αυθεντικό συσκευάζεται και μεταπωλείται, το εναλλακτικό τυποποιείται, καθώς μαζικά αναζητείται αυτό το κάτι που λείπει, αυτό το κάτι που θα έρθει στον αντίποδα μιας ματαίωσης που κανείς πασχίζει να εξηγήσει με λέξεις ενώ πίνει το πανάκριβο κοκτέιλ του στο μπαρ που όλοι ήθελαν να πάνε, και τώρα που πήγαν προσπαθούν να καταλάβουν γιατί.
Κάθε τέτοιος νέος χώρος-μη-χώρος που ανοίγει είναι οιωνός αυξήσεων ενοικίων και έμμεσων εξώσεων. Οι ντόπιοι εξοργίζονται. Τα γκράφιτι βρίζουν τους χίπστερ και τους τουρίστες για να φύγουν από τη γειτονιά. Οι τουρίστες βγάζουν σέλφι με τα γκράφιτι. Οι χίπστερ απολογούνται: δεν ήθελαν να έρθουν. Ανοιξαν μια πόρτα και βρέθηκαν εδώ. Με τη σειρά της απολογείται και η ισοπεδωμένη αισθητική. Εκείνη ήρθε απλώς να διακοσμήσει τα ερείπια· δεν κάλεσε τις μπουλντόζες.
Η Αθήνα είναι ένα απέραντο εργοτάξιο. Πυκνό δάσος στην κυνηγετική περίοδο, χωράφι γόνιμο για αυτό που ακαδημαϊκά papers αποκαλούν financialisation της στέγασης: ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα μπαίνουν σε πορτφόλιο και αγοράζονται από funds και άλλα επενδυτικά σχήματα. Διακόσια μέτρα από εκεί που θα ανοίξει σύντομα στάση του μετρό, ξένες και εγχώριες άμεσες επενδύσεις καταβροχθίζουν ολόκληρες πολυκατοικίες και ξερνούν πολυτελείς κατοικίες και μπουτίκ ξενοδοχεία. Ιστορίες σβήνονται για να πέσει πάνω τους η στάμπα της Golden Visa. Μαζική συγκέντρωση κεφαλαίου σε χέρια λίγων, χρήματα που περνούν πάνω από την πόλη και φεύγουν.
Αλλά αν μιλάμε για την ίδια την πόλη, αν μιλάμε για τα πλατιά σκαλιά της εκκλησίας, τα βράχια στον λόφο, τη θέα στο Αιγαίο, το σινεμά στη στοά, το ψηλό δέντρο στο απέναντι οικόπεδο που είχες αγαπήσει από την πρώτη στιγμή μέχρι προχθές, που έβαλαν λαμαρίνες, αριθμό αδείας και το έριξαν, αν μιλάμε για την ίδια την Αθήνα, αυτή δεν αλλάζει χέρια. Η ψυχή της δεν περνάει στους τουρίστες, τους επενδυτές, τους χίπστερ. Λιμοκτονεί, ξεγυμνώνεται και κρυώνει, μένει ορφανή και δεν ανήκει σε κανέναν. Καδράρεται τέλεια και μπαίνει πίσω από το τζάμι. Γίνεται άχρηστη.
Οχι, δεν θα ήταν καλύτερα αν την αφήναμε να μαραζώσει, να ερημώσει και να πέσει μόνη της. Οι υποβαθμισμένες γειτονιές δεν θα ήταν καλύτερες. Ηταν όμως η μόνη μας εναλλακτική το ξεπούλημα και ο εξευγενισμός; Και, τελικά, ποιος είναι αυτός που διώχνει τους κατοίκους από την πόλη τους;
Από όλους τους υπουργούς, μια έμμεση απάντηση ήρθε να δώσει ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου. Θα επιχειρήσει, όπως δήλωσε, να μεταφέρει τις αυτόνομες προσφυγικές δομές εκτός του κέντρου της Αθήνας και να καταργήσει την επιδότηση ενοικίου για πρόσφυγες που συμμετέχουν στο ενταξιακό πρόγραμμα HELIOS: «Τα διαμερίσματα που μισθώνονται στο κέντρο της Αθήνας […] θα ξαναγίνουν διαθέσιμα για τους κατοίκους της Αθήνας».
Ποιοι είναι οι «κάτοικοι της Αθήνας» και γιατί μπορεί να έχουν Golden Visa, αλλά όχι επιδότηση ενοικίου προσφύγων; Η ισοπέδωση μαίνεται, μάλιστα απελευθερώνεται. Αν υπάρχουν υπαίτιοι, τότε σίγουρα δεν είναι οι κατακτητές-επενδυτές. Τι να σου πω, ίσως να είναι όσοι ζούσαν τρεις-τρεις στα ημιυπόγεια. Ο εξευγενισμός έχει ταξικά κριτήρια, που μπορούν να είναι και ρατσιστικά.
Είναι ωραίο να βλέπεις τη γειτονιά να ζωντανεύει. Είναι ωραία τα μαγαζιά που ανοίγουν, ωραίες οι καθαρές τζαμαρίες, ωραία τα γεμάτα τραπέζια. Αλλά σηκώνεσαι να πας στην τουαλέτα και από λάθος κατεβαίνεις τις σκάλες αντί να ανέβεις πάνω, και η μουσική σβήνει, και ξάφνου προχωράς μόνος σε έναν μακρύ διάδρομο με τετράγωνο πλακάκι και πανομοιότυπες πόρτες, και κάτι δεν πάει καλά.
Το βολικό δεν είναι αναγκαστικά καλύτερο, το γνώριμο δεν είναι αναγκαστικά προτιμότερο, η ομογενοποίηση έχει πολλά πρόσωπα και τα περισσότερα είναι άσχημα. Η βαρβαρότητα έρπεται γλιστρώντας κάτω από γυαλιστερές επιφάνειες.
Αλλά η Αθήνα έχει σωθικά πανάρχαια, χωμάτινα και πέτρινα, τραχιά και μυτερά. Και οι Αθηναίοι έχουν μάθει να ζουν σε μια πόλη σκληρή. Σε ανομοιογενές έδαφος. Κάτι πρέπει να υπάρχει που δεν εξευγενίζεται.
*Ο κ. Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και τακτικός συνεργάτης του «Βήματος».
Πηγή: ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ