×

Σημείωση

Πρέπει να συνδεθείτε πρώτα

Η επανάσταση του 1821 στον ελληνικό κινηματογράφο

Σάββατο, 24/03/2018 - 15:00
Δεν είναι λίγες οι ελληνικές ταινίες που αντλούν τη θεματολογία τους από την επανάσταση του 1821.

Οι περισσότερες από αυτές γυρίστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '50 μέχρι την πτώση της στρατιωτική δικτατορίας.
Για αρκετούς ιστορικούς και κριτικούς κινηματογράφου, έμειναν στην ιστορία ως ταινίες προπαγανδιστικού περιεχομένου που παραποιούν την ιστορική αλήθεια.

Ζάλογγο το κάστρο της Λευτεριάς (1959)

Οι ηρωικοί Σουλιώτες έχουν καταφέρει να απωθήσουν το ασκέρι του Αλή-Πασά κι ο γενναίος Μαλάμος Δράκος στέλνει τη μητέρα του να ζητήσει το χέρι της Μάρως, ανιψιάς της καπετάνισσας Τζαβέλαινας. Εκείνη παραβλέπει την έχθρα που χώριζε από χρόνια τις δυο φαμίλιες και δέχεται να του δώσει την ανιψιά της, χωρίς όμως να ξέρει ότι η Μάρω αγαπά τον Κίτσο Μπότσαρη. Όταν ο γιος της Φώτος Τζαβέλλας αρραβωνιάζει τη Μάρω με τον Κίτσο, ο Μαλάμος πνίγει τον πόνο του κι εξαπολύει την οργή του κατά των Τούρκων, οι οποίοι προσπαθούν και πάλι να πάρουν το Σούλι. Όμως, μετά τη νίκη του κατά του Τούρκου Μουσλίν Γκιολέκα, ο Μαλάμος δέχεται μια πισώπλατη τουφεκιά και λίγο αργότερα ξεψυχά. Το απάτητο Σούλι καταλαμβάνεται μετά από προδοσία του Πήλιου Γούση. Οι Σουλιώτισσες, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών ρίχνονται στον γκρεμό του Ζαλόγγου χορεύοντας, με τα μωρά τους. Οι άντρες αποδεκατίζονται και ο καλόγερος Σαμουήλ ανατινάζει το Κούγκι, παίρνοντας μαζί του στο θάνατο και πολλούς εχθρούς.

Σε σκηνοθεσία Στέλιου Τατασόπουλου, σενάριο Θεόδωρου Τέμπου  και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι με τους: Τζαβαλά Καρούσο, Ανδρέα Ζησιμάτο, Νίνα Σγουρίδου, Βύρων Πάλλη, Δήμο Σταρένιο, Λάκη Σκέλλα, Γιάννη Σπαρίδη, Νίκο Φέρμα, Κώστα Μπαλαδήμα, Δημήτρη Βουδούρη, Έλλη Ξανθάκη, Παμφίλη Σαντοριναίου, κ.α.

Η λίμνη των στεναγμών (Η κυρα Φροσύνη και ο Αλή πασάς) (1959)


Γιάννενα, αρχές του 19ου αιώνα. Ο πρωτότοκος γιος του Αλή Πασά, ο Μουχτάρ, και η όμορφη Φροσύνη (Ειρήνη Παπά), χήρα από μεγάλο σόι, ανιψιά του δεσπότη της Λάρισας, έχουν κρυφό ερωτικό δεσμό. Αυτό πέφτει στην αντίληψη της γυναίκας του Μουχτάρ, της Χανιφέ, που είναι κόρη του πανίσχυρου Βεζύρη της Σκόδρας, η οποία τυφλωμένη από τη ζήλεια της ζητά απ’τον πεθερό της την τιμωρία της χριστιανής μοιχαλίδας. Ο Αλή στέλνει τον γιο του με στρατό να καταστείλει την ανταρσία στην Ανδριανούπολη και καλεί τη Φροσύνη στο παλάτι, όπου της ζητάει επίμονα να γίνει ερωμένη του, αλλά αυτή αρνείται. Τότε την καταδικάζει σε θάνατο και, για να συγκαλύψει την αληθινή αιτία, συλλαμβάνει κι άλλες δεκαεπτά μοιχαλίδες, τις οποίες πνίγει όλες μαζί στη λίμνη των Ιωαννίνων.

Μια δραματική ιστορική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, βασισμένη στο ποίημα "η κυρα Φροσύνη" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Ηθοποιοί: Ειρήνη Παππά, Ανδρέας Μπάρκουλης, Ανδρέας Ζησιμάτος, Τζαβαλάς Καρούσος, Δημήτρης Καλλιβωκάς, Ελένη Ζαφειρίου, Τάκης Χριστοφορίδης, Χριστόφορος Ζήκας, Θεανώ Ιωαννίδου, κ.α.

Μπουμπουλίνα (1959)


Η ζωή και η δράση της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας (Ειρήνη Παπά), η οποία για δεύτερη φορά χήρα ταξιδεύει στην Οδησσό, επικοινωνεί με τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας και συμμετέχει στην επανάσταση, διαθέτοντας πλοία ή με την προσωπική της αγωνιστική παρουσία.

Την σκηνοθεσία έκανε ο Κώστας Ανδρίτσος, στο σενάριο συνεργάστηκαν οι Κώστας Ασημακόπουλος και Νεκτάριος Μάτσας, ενώ τη μουσική ανέλαβε ο Κώστας Καπνίσης.  Πρωταγωνιστές: Ειρήνη Παππά, Κούλα Αγαγιώτου, Γρηγόρης Βαφιάς, Γεωργία Βασιλειάδου, Γιώργος Βελέντζας, Λευτέρης Βουρνάς, Βασίλης Κανάκης, Νίκος Κούρκουλος, Αρτέμης Μάτσας, Ανδρέας Μπάρκουλης, Γκίκας Μπινιάρης, Μιράντα Μυράτ, Χριστόφορος Νέζερ, Γιώργος Ολύμπιος, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Κούλης Στολίγκας, Νίκος Τσαχρίδης, Γιώργος Φόρας.

Η έξοδος του Μεσολογγίου (1965)

Οι τελευταίες μέρες της ιστορικής πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η ταινία απεικονίζει ανάγλυφα την όλη κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη, μετά την πολύμηνη πολιορκία των Τούρκων, και αφηγείται τη θαρραλέα προσπάθεια των υπερασπιστών της οι οποίοι επιχειρούν την ηρωική και απελπισμένη έξοδο.

Μια ιστορική περιπέτεια σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δούκα και σενάριο Γιάννη Καψάλη. Ηθοποιοί: Μάνος Κατράκης, Δάφνη Σκούρα, Τζαβαλάς Καρούσος, Φοίβος Ταξιάρχης, Ίλυα Λιβυκού, Άννα Ιασωνίδου, Κώστας Μπαλαδήμας, Μαλαίνα Ανουσάκη, κ.α.


Μαντώ Μαυρογένους (1971)


Η Μαντώ Μαυρογένους, αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση και την ενεργό δράση της, ζητά τη σύνταξη του αγωνιστή και αναθυμάται τη ζωή της. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της, πρόσφερε την προίκα της για να στηρίξει οικονομικά την επανάσταση. Θυμάται ακόμα τον έρωτά της με τον πρίγκιπα Υψηλάντη και τις δολοπλοκίες των εχθρών τους.

Μια ταινία του Κώστα Καραγιάννη, σε συνεργασία στο σενάριο με τον Νίκο Καμπάνη και σε μουσική Κώστα Καπνίση. Πρωταγωνιστούν:  Τζένη Καρέζη, Πέτρος Φυσσούν, Σταύρος Ξενίδης, Κάκια Παναγιώτου, Λαυρέντης Διανέλλος, Άλκης Γιαννακάς, Θεόδωρος Έξαρχος, Ελένη Ερήμου, κ.α.


Παπαφλέσσας (1971)

Ο αγώνας και το ηρωικό τέλος του Γρηγορίου Δικαίου Φλέσσα, στο Μανιάκι, κατά τη σύγκρουση με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Ο αγωνιστής έμεινε στην Ιστορία ως Παπαφλέσσας, ο μπουρλοτιέρης των ψυχών.

Πολεμική ταινία σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου και σενάριο Πάνου Κοντέλη, με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Αλέκο Αλεξανδράκη, Άγγελο Αντωνόπουλο, Δημήτρη Ιωακειμίδη, Κάτια Δανδουλάκη, Χρήστο Πολίτη, Φερνάντο Σάντσο και Στέφανο Στρατηγό. Η ταινία απέσπασε τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Αρτιότερης Παραγωγής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1971, και δόθηκε τιμητική διάκριση στον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Διονύση Φωτόπουλο. Τη μουσική έγραψε ο Κώστας Καπνίσης.


Σουλιώτες (1972)

Οι Σουλιώτες μαθαίνουν από τη θαρραλέα Βαγγελή ότι ο Αλή Πασάς σκοπεύει να τους επιτεθεί και να τους θέσει υπό το ζυγό του. Η επίθεσή του όμως θα αποτύχει μπροστά στη γενναία άμυνα που θα προβάλουν οι Σουλιώτες, με αρχηγό τους τον Φώτο Τζαβέλλα. Η Βαγγελή αγωνίζεται μαζί με τους υπόλοιπους συντοπίτες της και ερωτεύεται τον καπεταν-Κόγκα Δράκο. Ωστόσο, η προδοσία του Πήλιου Γούση θα φέρει την καταστροφή. Οι Σουλιώτες μάχονται ηρωικά, το Κούγκι ανατινάζεται και οι γυναίκες στο Ζάλογγο, για να αποφύγουν την ατίμωση, αφού στήσουν χορό, ρίχνονται στο βάραθρο κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους.

Ιστορική ταινία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπακωνσταντή, παραγωγή Τζέιμς Πάρις και σενάριο Πάνου Κοντέλη βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιχάλη Περάνθη, με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Πολίτη, Κάτια Δανδουλάκη, Γιάννη Κατράνη, Αλέκα Κατσέλη, Λαυρέντη Διανέλλο, Χρήστο Καλαβρούζο και Φερνάντο Σάντσο.


Η Δίκη των Δικαστών (1974)

Λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υπό τη βασιλεία του βαυαρού Όθωνος, προσήγαγε σε δίκη τους μεγάλους οπλαρχηγούς του αγώνα, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Γεώργιο Πλαπούτα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η περιβόητη αυτή δίκη του 1833, που έγινε στο Ναύπλιο, συγκλόνισε το έθνος, επειδή οι πάντες γνώριζαν ότι οι δύο ήρωες ήταν απολύτως αθώοι. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αθανάσιος Πολυζωίδης και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνούνται να προσυπογράψουν την καθ’ υπαγόρευση από το παλάτι –μέσω των τριών αντιβασιλέων Άρμανσμπεργκ, Μάουερ και Έιντεκ– καταδίκη σε θάνατο των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί διατάζουν τον Υπουργό Δικαιοσύνης να επέμβει, κι αυτός απαγγέλλει κατηγορία εναντίον τους, με αποτέλεσμα να συρθούν στα μπουντρούμια των φυλακών και να δικαστούν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ωστόσο, τελικά θα αθωωθούν πανηγυρικά.

Ιστορική ταινία της Φίνος Φιλμ σε σενάριο-σκηνοθεσία Πάνου Γλυκοφρύδη. Πρωταγωνιστούν: Νίκος Κούρκουλος, Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγκας, Σπύρος Καλογήρου, Χρήστος Καλαβρούζος, Ζώρας Τσάπελης, Γιώργος Παληός, Κώστας Μεσάρης, Στέλιος Λιονάκης, Νίκος Σκιαδάς, Γιώργος Μοσχίδης, Μάκης Ρευματάς, Χρήστος Σάββας, Μάνος Κατράκης, Δημήτρης Μυράτ κ.α.

Μετά την πτώση της Χούντας οι πιο σημαντικές ταινίες που άντλησαν τη θεματολογία τους από την επανάσταση του 1821 ήταν η αξιοπρεπέστατη ταινία "Μπάιρον μπαλάντα για έναν δαίμονα" (1992) του Νίκου Κούνδουρου και η πιο πρόσφατη "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" (2012) του Γιάννη Σμαραγδή.

Υ.Γ. Στο αφιέρωμα δεν συμπεριλάβαμε ταινίες που αντλούν τη θεματολογία τους γενικά από τη ζωή στην ύπαιθρο στο 19ο αιώνα (ταινίες φουστανέλας).

1821: Ποιοι «όλοι μαζί», βρε ζαγάρια;

Κυριακή, 26/03/2017 - 13:31
«Ό,τι ξέρουμε για το 1821 μοιάζει με αντεστραμμένο είδωλο στον καθρέφτη. Υπάρχουν δύο ‘21, αυτό των αρχόντων, των Φαναριωτών και της επίσημης διπλωματίας και αυτό του λαού και των προοδευτικών ανθρώπων όλου του κόσμου…» 

                                                                    (Δ. Φωτιάδης, από την ιστορική μονογραφία «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ»)

Πώς γίνεται η Καλαμάτα να έχει απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό στις 23 Μάρτη του 1821, αλλά να γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μάρτη;

Η απάντηση είναι απλή: Έπρεπε ο ξεσηκωμός να εγκιβωτιστεί σε ένα σχήμα που θα εξυπηρετούσε τους επί τουρκοκρατίας εξουσιαστές του λαού που παρέμειναν τέτοιοι και μετά την Επανάσταση. Ανάμεσά τους οι σεβάσμιοι δεσποτάδες της εποχής. Κι αφού οι τελευταίοι δεν είχαν να επιστρατεύσουν τίποτα άλλο για να οικειοποιηθούν την Επανάσταση, επιστράτευσαν την Παναγία.

Ήταν 17 ολόκληρα χρόνια μετά την Επανάσταση, με διάταγμα του 1838, που ως εθνική γιορτή ορίστηκε η μέρα του Ευαγγελισμού ώστε το ιερατείο να καμώνεται ότι ευλόγησε τον ξεσηκωμό…

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ελαφρώς διαφορετική: Η σημαία της επανάστασης πρωτοσηκώθηκε από το λαογέννητο ηγέτη και δολοφονημένο αργότερα από τους πρόκριτους,Παναγιώτη Καρατζά,στην Πάτρα στις 21 Μάρτη. Όσο για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που όπως επιβεβαιώνουν τα απομνημονεύματά του απλώς… απουσίαζε, θυμήθηκε να «ευλογήσει» τα όπλα μόνο αφότου η Επανάσταση είχε ξεσπάσει και επιβληθεί.

Και τούτο συνέβη γιατί ο λαός (ανάμεσά του και ο λαϊκός κλήρος) δεν άκουσε τις «νουθεσίες» του ραγιαδισμού ούτε τις φοβέρες των φορέων του. Αυτοί, οι δεύτεροι, αντί του «Ελευθερία ή θάνατος» είχαν άλλη αντίληψη:

«Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου», έλεγαν…

***

Ας δούμε τι έλεγαν τα «παιδιά του Ροβεσπιέρου» και γιατί δεν άρεσαν στο αρχοντολόι:

«Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά

για την πατρίδα όλοι να ‘χωμεν μία καρδιά

στην πίστη του καθένας ελεύθερος να ζει

στη δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί

Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,

αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,

για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί

πως είμαστ’ αντρειωμένοι παντού να ξακουστεί.

Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί

Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή

για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί

να σφάξουμε τους λύκους που το ζυγόν βαστούν

και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά

τους τυραννούν».

Αυτά έγραφε τότε ο Ρήγας Φεραίος.  Έγραφε κι αυτά:

«Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του.

Αν ευρίσκωνται  όμως εις τόπον, όπου είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώται και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη των βουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των, και τότε να αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων (…)».

Κι επειδή έγραφε κι έλεγε αυτά, γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι αυλικοί του είχαν αποφανθεί ότι ο Ρήγας ήταν ένας «διεφθαρμένος τη φρένα»…

Όταν, δε, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του δολοφονήθηκαν, οι …άνθρωποι του Θεού και …προστάτες του Γένους, αγαλλίασαν! Όπως έγραφε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον όπου τους έπρεπε (…)».

Έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά ή μήπως να τα αγνοήσουμε και να το ρίξουμε στο τσάμικο αυτής της περίφημης…«εθνικής ομοψυχίας»και του«όλοι μαζί»που διακινούν αιώνες τώρα οι «από πάνω», οι οποίοι συνήθως απουσιάζουν και από το «όλοι» και από το «μαζί»;

***

Τι ήταν ο Παπαφλέσσας; Ήταν ο φλογερός αγωνιστής που γνωρίζουμε; Για το λαό ναι. Αλλά οι κοτσαμπάσηδες και οι σεβάσμιοι δεσποτάδες που τα είχαν κάνει τάτσι μήτσι κότσι με τους πασάδες είχαν άλλη άποψη.

Για παράδειγμα, και σύμφωνα με τα λόγια του Παλαιών Πατρών Γερμανού όπως καταγράφονται στα απομνημονεύματά του, ο Παπαφλέσσας – αυτός που θα μνημονεύεται στους αιώνες για τη θυσία του στο Μανιάκι – ήταν «… άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τινί τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους…».

Όταν ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό για να του πει ότι όλα ήταν έτοιμα για την Επανάσταση, ο τελευταίος αυτό το «πατριωτικό» του απάντησε: «Είσαι απατεώνας».

Ποιο το συμπέρασμα; Μήπως να αδιαφορήσουμε για την αλήθεια και να συνεχίσουμε το «εθνικό» τσάμικο εκείνων που όποτε ακούνε για «ελευθερία» και «δικαιώματα» βλέπουν«ταραχήν του έθνους»;

***

Τι ήταν το κίνημα του Υψηλάντη και του Σούτσου που ξεδιπλώθηκε τον Μάρτη του ’21 στην Μολδοβλαχία; Τι ήταν αυτή καθ’ αυτή η Επανάσταση του 1821; Αν μιλάμε για το λαό ήταν η λύτρωση. Ήταν το σάλπισμα για την διεκδίκηση της λευτεριάς και του δίκιου.

Για τους προύχοντες, όμως, τι ήταν; Για το «ιερατείο» των «κεφαλών του Έθνους» τι ήταν;
Μας το πληροφορεί το φιρμάνι του αφορισμού (!) της Επανάστασης (ο αφορισμός εκτός από την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης, Σίφνου, Ηρακλείας, Νικαίας, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Διδυμοτείχου, Βάρνης, Φαναρίου, Ναυπάκτου, Χαλκηδόνος, Τυρνάβου…):


«… αμφότεροι (Υψηλάντης και Σούτσος) αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (…) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοσταγές και ασύνετον, θέλοντες να διακηρύξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (…) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθετοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας (…)».

Και οι εκπρόσωποι του …Θεού και του Έθνους φτάνουν στο διά ταύτα και «παραγγέλλουν»:

«Διά τούτο (…) συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν (…) να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού (…) Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τούς έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων… αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (…)».

Ωραίο δεν είναι το τσάμικο της… «εθνικής ομοψυχίας»;

***

Αυτά, λοιπόν, με τους «μέσα». Αλλά υπήρχαν και οι «φίλοι» μας οι «απ’ έξω». Ας πάμε να δούμε τι συνέβη και με τους «έξω». Ο λόγος στον Στρατηγό, τον Μακρυγιάννη:

«Και παραδοθήκαμεν εις την τιμή εσάς των ομοθρήσκων μας Ρούσσων και Άγγλων και Γάλλων να μας σώσετε – κ’ εσείς οι φιλάνθρωποι της πρώτες χρονιές πιάνατε ένα αθώον παιδί, ένα αρφανό, οπού γύρευε η τυραγνία να του πάρη την ζωή του και την τιμή του και θρησκεία του και με την βοήθεια του Θεού εσώθη· και οι τρεις εσείς το κιντυνεύετε να το πάτε πάλε εις την δικαιοσύνη του τύραγνου·(…)  Τι φαντάζεστε, ότι μας βοηθήσετε, ή μας μολύνετε και μας αφανίσετε;  Ξίκι να γίνεταν από ‘μας ήταν καλύτερα και το καλό σας και το κακό σας! Ευγνωμονούμεν οι Ελληνες γενικώς τους φιλανθρώπους υποκόγους σας, έχομεν χάριτες εις αυτούς τους ευεργέτες μας –καμμιά χάρη ‘σ εσάς της ανεμοδούρες, της διαφταρμένες μηχανές δεν έχομεν!
Οι τίμιοι άνθρωποι να μην σας ακούσουνε! Ούτε το καλό σας θέλουν να τους κάμετε.
Ας σας ευγνωμονήσουνε εκείνοι οπού τους δώσετε τα δάνεια και τα ‘φκειασαν λούσια και πολυτέλειες κι’ άλλα τοιούτα. Εκεινών εκάμετε καλό με τα δάνειά σας, του Αρμασπέρη, του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και συντροφιές τους (…) δεν θέλω σας ξέρη, ούτε να σας ακούσω! Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από της οδηγίες της πατρικές των Πρέσβεων και δικώ μας ξενολάτρων».


Αυτά συνέβαιναν, γράφονταν και λέγονταν δυο αιώνες προ ΝΑΤΟ και προ ΕΕ. Και μάλλον δεν χρειάζεται κάποιο πιο επίκαιρο σχόλιο.

***

Τα συμπεράσματα– τα δικά μας τουλάχιστον – από όλα αυτά παραμένουν αναλλοίωτα:

ΠρώτοΤιμή και δόξα στην Επανάσταση του ’21. Τιμή και δόξα στους επαναστάτες, σε εκείνους που ανάμεσά τους δεν υπήρξε «κανένας φρόνιμος», όπως το λέει ο Κολοκοτρώνης.

Δεύτερο: Τιμή και δόξα στην «επαναστάτισσα Ελλάδα» που ύμνησε ο Πούσκιν και λάτρεψε ο Μπάιρον, τιμή και δόξα στον επαναστατημένο λαό που δεν αρνήθηκε το ευκταίο στο όνομα του «εφικτού», τιμή και δόξα στους «Καραισκάκηδες» που δεν διαπραγματεύτηκαν τον ξεσηκωμό τους με τον Μέτερνιχ.

Τρίτο: «Όσοι το χάλκεον χέρι του φόβου βαρύ αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχουσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία» (Αντρέας Κάλβος).
Η’ όπως το έλεγε 120 χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21 ο ύμνος του ΕΛΑΣ: «Αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι, πάντα είναι ο ίδιος ο λαός».


Τέταρτο: Ο λαός. Ο μόνος που μπορεί να βάζει τέλος στις τυραννίες. Που ακόμα κι όταν «χάνονται» οι Επαναστάσεις του, δεν έχει άλλο δρόμο από εκείνον που γράφει: «Πέθανε η Επανάσταση. Ζήτω η Επανάσταση»!






Πηγή: enikos.gr (25/3/2016) – To κείμενο δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «1821: «Αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός»».

Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στη διάρκεια του αγώνα του 1821

Σάββατο, 25/03/2017 - 20:00
του Αλέξανδρου Γιατζίδη, M.D,
medlabgr.blogspot.com

Οι συνεχείς, προσπάθειες και πρωτοβουλίες στήριξης της επανάστασης με τη δημιουργία οργανωτικών δομών και την εξασφάλιση πόρων και εφοδίων δεν περιελάμβαναν ιδιαίτερη μέριμνα για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μαχητών και την ιατροκοινωνική προστασία των αμάχων.
Κατά τα τελευταία χρόνια της προεπαναστατικής περιόδου ο αριθμός των ιατρών, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες 1.000.000 περίπου κατοίκων, δεν υπερέβαινε τους 90. Μετά την επανάσταση και με την άφιξη στην Ελλάδα Ελλήνων και φιλελλήνων ιατρών από το εξωτερικό ο συνολικός αριθμός τους ουδέποτε υπερέβη τους 500, ενώ οι υπάρχουσες ανάγκες λόγω του πλήθους των τραυματιών από τις πολεμικές διενέξεις και των ασθενών από την εκδήλωση επιδημιών υπήρξαν τεράστιες. Τα δεδομένα αυτά, τα οποία είναι άξια κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης, αναδεικνύουν τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 και αποδεικνύουν το μεγαλείο της ψυχής και την πίστη στην ελευθερία του σκλαβωμένου έθνους.
Οι συνθήκες υγιεινής διαβίωσης, ένδυσης και διατροφής, της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπόδουλων Ελλήνων, θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως υποβαθμισμένες και να χαρακτηριστούν ως άθλιες την περίοδο της διεξαγωγής του αγώνα για την ελευθερία.
Οι παράγοντες, που συνεισέφεραν στη συνεχή υποβάθμιση της δημόσιας υγείας στα χρόνια της εθνικής παλιγγενεσίας αφορούσαν στις απρογραμμάτιστες και αλλεπάλληλες μετακινήσεις των αγωνιστών, στον αναγκαστικό συνωστισμό πληθυσμιακών ομάδων σε αστικά κέντρα, στις συχνές πολιορκίες πόλεων και οχυρών και στις συνεχείς πολεμικές αντιπαραθέσεις, που συνεπάγονταν αφενός ταλαιπωρίες, σε βαθμό ψυχοσωματικής εξόντωσης και αφετέρου έλλειψη πόσιμου νερού, τροφίμων, φαρμάκων και άλλων εφοδίων. Επιπρόσθετα, σε ορισμένες περιοχές της χώρας το υγρό κλίμα και το γεωφυσικό περιβάλλον ευνοούσαν την εκδήλωση επιδημιών, που επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την ήδη δυσμενή κατάσταση των αγωνιστών και των οικογενειών τους. Η διατροφή των αγωνιζομένων Ελλήνων περιλάμβανε κυρίως ψωμί, παξιμάδια, βρασμένο καλαμπόκι και σπανιότερα κρέας και ψάρια. Περιελάμβανε, επίσης, κρασί και ρακή, ενώ το λάδι, φαίνεται, ότι ήταν το μόνο προϊόν διατροφής, που υπήρχε σε επάρκεια καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα.
Η ακατάλληλη διατροφή προκαλούσε δυσεντερία, που εξαντλούσε ακόμη περισσότερο τους αποδυναμωμένους οργανισμούς των αγωνιστών του 1821, ενώ έκδηλα ήταν τα συμπτώματα αβιταμινώσεων, κυρίως από την έλλειψη της βιταμίνης C, που προκαλούσε σκορβούτο.
Η πρόσβαση σε αποθέματα υγιεινού πόσιμου νερού ήταν συχνά προβληματική, είτε γιατί δεν επαρκούσαν οι διαθέσιμες ποσότητες για τις υφιστάμενες ανάγκες, είτε γιατί ο εχθρός κυρίευε τις πηγές υδροδοσίας και ανέκοπτε την ύδρευση πόλεων και περιοχών, που τελούσαν υπό τον έλεγχο των Ελλήνων.
Τα νερά των πηγαδιών μολύνονταν είτε προσχεδιασμένα από τους μαχητές της ελευθερίας, για να μη χρησιμοποιούνται από τους Τούρκους, είτε με τα χάλκινα σκεύη, τα οποία έρριπταν οι Έλληνες στα πηγάδια για να τα κρύψουν, ιδιαίτερα την περίοδο της εκστρατείας του Δράμαλη. Συχνά, τα διάφορα λάφυρα και ιδιαίτερα τα ενδύματα που έπαιρναν οι ρακένδυτοι αγωνιστές από τους νεκρούς αντιπάλους τους αποτελούσαν αιτίες σοβαρών λοιμώξεων που εξελισσόταν σε θανατηφόρες.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αρκετοί νέοι από διάφορες περιοχές της υπόδουλης Ελλάδος, προερχόμενοι σχεδόν αποκλειστικά από εύπορες αστικές οικογένειες, έσπευδαν σε πανεπιστήμια ευρωπαϊκών πόλεων για να σπουδάσουν, κατά προτίμηση Ιατρική, διότι κατά τον Κοραή «...θηριώδες έθνος εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα».
Τα πανεπιστήμια επιλογής των Ελλήνων για ιατρικές σπουδές ήταν κυρίως της Πάδοβας, της Παβίας, της Πίζας και της Βιέννης.
Οι πρακτικοί ή εμπειρικοί ιατροί ασκούσαν τη λεγόμενη «Δημώδη Ιατρική», κυρίως, στις ορεινές περιοχές της χώρας. Ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στην ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων, στην περιποίηση τραυμάτων και στην πραγματοποίηση μικροεπεμβάσεων, με συνέπεια να καλούνται και «ιατροχειρουργοί». Τους αποκαλούσαν, επίσης, «ιατρο- φαρμακοποιούς», γιατί, εκτός των ιατρικών πράξεων που επιτελούσαν, παρασκεύαζαν φάρμακα και συνέλεγαν βότανα, τα οποία χορηγούσαν, κατά περίπτωση, σε ασθενείς και τραυματίες.
Παράλληλα με τους επιστήμονες και τους πρακτικούς ιατρούς ασκούσαν ιατρικές πράξεις και χορηγούσαν φαρμακευτικά παρασκευάσματα, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι.
Οι κομπογιαννίτες και οι τσαρλατάνοι ήταν ψευτογιατροί με ενδιαφέρον αποκλειστικά επικεντρωμένο στο οικονομικό όφελος και με τάση να περιαυτολογούν για τις θεραπευτικές τους επιτυχίες σε βαθμό τερατολογίας. Έφεραν ειδική ένδυση και κάλυπταν το κεφάλι τους με σαμαροκάλπακο στο οποίο τοποθετούσαν, εμφανώς, φάρμακα πρώτης ανάγκης.
Η παρεχόμενη υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη, κατά την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας, ήταν ανάλογη με το υφιστάμενο επίπεδο των ιατρικών γνώσεων της εποχής. Ιατρικές πράξεις και διαδικασίες, όπως είναι η χορήγηση αναισθησίας, η μετάγγιση αίματος, η ασηψία, η αντισηψία και άλλες, ήταν παντελώς άγνωστες και η συνεισφορά του υγειονομικού προσωπικού στην περίθαλψη των τραυματιών και των ασθενών υποτυπώδης.
Στα πεδία των μαχών οι ελαφρά τραυματισμένοι ετύγχαναν φροντίδας, επί τόπου, από τους συμπολεμιστές τους, ενώ οι φέροντες βαριά τραύματα διακομίζονταν προς νοσηλεία σε μοναστήρια και αργότερα σε υποτυπώδη νοσοκομεία, τα οποία εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να συγκροτούνται.
Η φροντίδα των τραυμάτων περιλάμβανε καθαρισμό της εξωτερικής τους επιφάνειας με ρακή και εισαγωγή στο εσωτερικό τους αλοιφής παρασκευασμένης από λεύκωμα αυγού αναμεμιγμένου με κοινό λάδι και ρακή. Στη συνέχεια ετίθετο επί του τραύματος αλοιφή παρασκευασμένη από σαπούνι και ρακή και ακολουθούσε, κατά διαλείμματα η επίβρεξή του με ρακή, που φαίνεται ότι ήταν θεραπευτικό μέσο συνεχούς χρήσης. Η επίδεση του τραύματος, ανεξάρτητα του βαθμού της σοβαρότητάς του, πραγματοποιείτο με ταινίες υφάσματος και μικρά καλάμια ή νάρθηκες κατασκευασμένους από ξύλο ή ναστόχαρτο.
Για την αιμόσταση των μεγάλων αγγείων χρησιμοποιείτο πυρακτωμένο σίδερο, για την αιμόσταση των τριχοειδών οινόπνευμα, ενώ για τον έλεγχο των αιμοπτύσεων λόγω τραυμάτων του θώρακα χορηγείτο ζεσταμένο κρασί αναμεμιγμένο με κοινό βούτυρο.
Τα φάρμακα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες ιατροί και πολλοί από τους εμπειρικούς, ήταν κυρίως δρόγες (αλόη, θεριακή, κάρδαμο, κίνα, πιπερόριζα, σαμπούκο, σαρκοτρόφι, σίλφιο κ.ά.), η χρήση των οποίων ανάγεται στην εποχή του Διοσκουρίδη και η εντόπισή τους είναι εύκολη στη χλωρίδα της ελληνικής υπαίθρου. Ήταν, επίσης, ορισμένες φαρμακευτικές και χημικές ουσίες (άλας αψινθίας, βόραξ, γόμμα Αραβική, εμετική τρυξ, μίνιον, νίτριον, οξύμελι κ.ά.) και διάφορα σκευάσματα (balsamo di Tolu, elixir propriepatis, laudano di Barbaro κ.ά.), τα οποία προμηθεύονταν, όταν είχαν τη δυνατότητα, από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τα Επτάνησα και την Τεργέστη.
Ολα τα παραπάνω αναδεικνύουν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821 στο πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας των αγωνιστών της ελευθερίας. Για το λόγο αυτό η ευχή «Καλό βόλι» εξέφραζε, συν τοις άλλοις, και την επιθυμία για ένα γρήγορο, ανώδυνο και ηρωικό θάνατο.



Πηγές:
Χ. Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατείαν και μαχών, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833, Αθήνα 1956.
Α. Αθανασόπουλος, Πελοποννήσιοι ιατροί κατά τον Ιερόν Αγώνα του 1821, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά (1965).
Ε. Εμμανουήλ, Ιατροσόφια και Τσαρλατάνοι, Αρχεία Φαρμακευτικής (1938).



Aναδημοσίευση από το :http://medlabgr.blogspot.com

1821: “Αντάρτης, κλέφτης παλικάρι πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός” του Νίκου Μπογιόπουλου

Παρασκευή, 25/03/2016 - 22:05
Νίκος Μπογιόπουλος
Πηγή: Enikos.gr

Ό,τι ξέρουμε για το 1821 μοιάζει με αντεστραμμένο είδωλο στον καθρέφτη. Υπάρχουν δύο ‘21, αυτό των αρχόντων, των Φαναριωτών και της επίσημης διπλωματίας και αυτό του λαού και των προοδευτικών ανθρώπων όλου του κόσμου…»

(Δ. Φωτιάδης, από την ιστορική μονογραφία «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ»)


    Πώς γίνεται η Καλαμάτα να έχει απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό στις 23 Μάρτη του 1821, αλλά να γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μάρτη;

    Η απάντηση είναι απλή: Έπρεπε ο ξεσηκωμός να εγκιβωτιστεί σε ένα σχήμα που θα εξυπηρετούσε τους επί τουρκοκρατίας εξουσιαστές του λαού που παρέμειναν τέτοιοι και μετά την Επανάσταση. Ανάμεσά τους οι σεβάσμιοι δεσποτάδες της εποχής. Κι αφού οι τελευταίοι δεν είχαν να επιστρατεύσουν τίποτα άλλο για να οικειοποιηθούν την Επανάσταση, επιστράτευσαν την Παναγία.

    Ήταν 17 ολόκληρα χρόνια μετά την Επανάσταση, με διάταγμα του 1838, που ως εθνική γιορτή ορίστηκε η μέρα του Ευαγγελισμού ώστε το ιερατείο να καμώνεται ότι ευλόγησε τον ξεσηκωμό…

     Η αλήθειαβέβαια, είναι ελαφρώς διαφορετική: Η σημαία της επανάστασης πρωτοσηκώθηκε από το λαογέννητο ηγέτη και δολοφονημένο αργότερα από τους πρόκριτους, Παναγιώτη Καρατζά, στην Πάτρα στις 21 Μάρτη. Όσο για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που όπως επιβεβαιώνουν τα απομνημονεύματά του απλώς… απουσίαζε, θυμήθηκε να «ευλογήσει» τα όπλα μόνο αφότου η Επανάσταση είχε ξεσπάσει και επιβληθεί.

    Και τούτο συνέβη γιατί ο λαός (ανάμεσά του και ο λαϊκός κλήρος) δεν άκουσε τις «νουθεσίες» του ραγιαδισμού ούτε τις φοβέρες των φορέων του. Αυτοί, οι δεύτεροι, αντί του «Ελευθερία ή θάνατος» είχαν άλλη αντίληψη:

«Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου», έλεγαν…

***    

    Ας δούμε τι έλεγαν τα «παιδιά του Ροβεσπιέρου» και γιατί δεν άρεσαν στο αρχοντολόι:

    «Σ' Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά

για την πατρίδα όλοι να 'χωμεν μία καρδιά

στην πίστη του καθένας ελεύθερος να ζει

στη δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί

Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,

αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,

για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί

πως είμαστ' αντρειωμένοι παντού να ξακουστεί.

    Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί

Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή

για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί

να σφάξουμε τους λύκους που το ζυγόν βαστούν

και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά

τους τυραννούν».

    Αυτά έγραφε τότε ο Ρήγας Φεραίος. Έγραφε κι αυτά:

    «Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του.

    Αν ευρίσκωνται όμως εις τόπον, όπου είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώται και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη των βουνών, εν όσω ν' ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των, και τότε να αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων (...)».

    Κι επειδή έγραφε κι έλεγε αυτά, γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' και οι αυλικοί του είχαν αποφανθεί ότι ο Ρήγας ήταν ένας «διεφθαρμένος τη φρένα»…

    Όταν, δε, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του δολοφονήθηκαν, οι ...άνθρωποι του Θεού και ...προστάτες του Γένους, αγαλλίασαν! Όπως έγραφε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου αλλ' ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον όπου τους έπρεπε (...)».

     Έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά ή μήπως να τα αγνοήσουμε και να το ρίξουμε στο τσάμικο αυτής της περίφημης… «εθνικής ομοψυχίας» και του «όλοι μαζί» που διακινούν αιώνες τώρα οι «από πάνω», οι οποίοι συνήθως απουσιάζουν και από το «όλοι» και από το «μαζί»;

***

    Τι ήταν ο Παπαφλέσσας; Ήταν ο φλογερός αγωνιστής που γνωρίζουμε; Για το λαό ναι. Αλλά οι κοτσαμπάσηδες και οι σεβάσμιοι δεσποτάδες που τα είχαν κάνει τάτσι μήτσι κότσι με τους πασάδες είχαν άλλη άποψη.

    Για παράδειγμα, και σύμφωνα με τα λόγια του Παλαιών Πατρών Γερμανού όπως καταγράφονται στα απομνημονεύματά του, ο Παπαφλέσσας – αυτός που θα μνημονεύεται στους αιώνες για τη θυσία του στο Μανιάκι - ήταν «... άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τινί τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους...».

   Όταν ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό για να του πει ότι όλα ήταν έτοιμα για την Επανάσταση, ο τελευταίος αυτό το «πατριωτικό» του απάντησε: «Είσαι απατεώνας».

    Ποιο το συμπέρασμα; Μήπως να αδιαφορήσουμε για την αλήθεια και να συνεχίσουμε το «εθνικό» τσάμικο εκείνων που όποτε ακούνε για «ελευθερία» και «δικαιώματα» βλέπουν «ταραχήν του έθνους»;

***

    Τι ήταν το κίνημα του Υψηλάντη και του Σούτσου που ξεδιπλώθηκε τον Μάρτη του ’21 στην Μολδοβλαχία; Τι ήταν αυτή καθ’ αυτή η Επανάσταση του 1821; Αν μιλάμε για το λαό ήταν η λύτρωση. Ήταν το σάλπισμα για την διεκδίκηση της λευτεριάς και του δίκιου.

    Για τους προύχοντες, όμως, τι ήταν; Για το «ιερατείο» των «κεφαλών του Έθνους» τι ήταν; Μας το πληροφορεί το φιρμάνι του αφορισμού (!) της Επανάστασης (ο αφορισμός εκτός από την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης, Σίφνου, Ηρακλείας, Νικαίας, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Διδυμοτείχου, Βάρνης, Φαναρίου, Ναυπάκτου, Χαλκηδόνος, Τυρνάβου...):

   «... αμφότεροι (Υψηλάντης και Σούτσος) αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (...) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοσταγές και ασύνετον, θέλοντες να διακηρύξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (...) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθετοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας (...)».

    Και οι εκπρόσωποι του ...Θεού και του Έθνους φτάνουν στο διά ταύτα και «παραγγέλλουν»:

    «Διά τούτο (...) συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν (…) να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού (...) Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τούς έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων... αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)».

    Ωραίο δεν είναι το τσάμικο της… «εθνικής ομοψυχίας»;

***

   Αυτά, λοιπόν, με τους «μέσα». Αλλά υπήρχαν και οι «φίλοι» μας οι «απ’ έξω». Ας πάμε να δούμε τι συνέβη και με τους «έξω». Ο λόγος στον Στρατηγό, τον Μακρυγιάννη:

    «Και παραδοθήκαμεν εις την τιμή εσάς των ομοθρήσκων μας Ρούσσων και Άγγλων και Γάλλων να μας σώσετε - κ' εσείς οι φιλάνθρωποι της πρώτες χρονιές πιάνατε ένα αθώον παιδί, ένα αρφανό, οπού γύρευε η τυραγνία να του πάρη την ζωή του και την τιμή του και θρησκεία του και με την βοήθεια του Θεού εσώθη· και οι τρεις εσείς το κιντυνεύετε να το πάτε πάλε εις την δικαιοσύνη του τύραγνου·(…) Τι φαντάζεστε, ότι μας βοηθήσετε, ή μας μολύνετε και μας αφανίσετε; Ξίκι να γίνεταν από 'μας ήταν καλύτερα και το καλό σας και το κακό σας! Ευγνωμονούμεν οι Ελληνες γενικώς τους φιλανθρώπους υποκόγους σας, έχομεν χάριτες εις αυτούς τους ευεργέτες μας -καμμιά χάρη 'σ εσάς της ανεμοδούρες, της διαφταρμένες μηχανές δεν έχομεν! Οι τίμιοι άνθρωποι να μην σας ακούσουνε! Ούτε το καλό σας θέλουν να τους κάμετε. 
Ας σας ευγνωμονήσουνε εκείνοι οπού τους δώσετε τα δάνεια και τα 'φκειασαν λούσια και πολυτέλειες κι' άλλα τοιούτα. Εκεινών εκάμετε καλό με τα δάνειά σας, του Αρμασπέρη, του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και συντροφιές τους (…) δεν θέλω σας ξέρη, ούτε να σας ακούσω! Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από της οδηγίες της πατρικές των Πρέσβεων και δικώ μας ξενολάτρων».

    Αυτά συνέβαιναν, γράφονταν και λέγονταν δυο αιώνες προ ΝΑΤΟ και προ ΕΕ. Και μάλλον δεν χρειάζεται κάποιο πιο επίκαιρο σχόλιο.

***

    Τα συμπεράσματα - τα δικά μας τουλάχιστον - από όλα αυτά παραμένουν αναλλοίωτα:

   Πρώτο: Τιμή και δόξα στην Επανάσταση του ’21. Τιμή και δόξα στους επαναστάτες, σε εκείνους που ανάμεσά τους δεν υπήρξε «κανένας φρόνιμος», όπως το λέει ο Κολοκοτρώνης.

    Δεύτερο: Τιμή και δόξαστην «επαναστάτισσα Ελλάδα» που ύμνησε ο Πούσκιν και λάτρεψε ο Μπάιρον, τιμή και δόξα στον επαναστατημένο λαό που δεν αρνήθηκε το ευκταίο στο όνομα του «εφικτού», τιμή και δόξα στους«Καραισκάκηδες» που δεν διαπραγματεύτηκαν τον ξεσηκωμό τους με τον Μέτερνιχ.

    Τρίτο: «Όσοι το χάλκεον χέρι του φόβου βαρύ αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχουσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία» (Αντρέας Κάλβος).
Η’ όπως το έλεγε 120 χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21 ο ύμνος του ΕΛΑΣ:  «Αντάρτης, κλέφτης παλικάρι πάντα είναι ο ίδιος ο λαός».

    Τέταρτο: Ο λαός. Ο μόνος που μπορεί να βάζει τέλος στις τυραννίες. Που ακόμα κι όταν «χάνονται» οι Επαναστάσεις του, δεν έχει άλλο δρόμο από εκείνον που γράφει: «Πέθανε η Επανάσταση. Ζήτω η Επανάσταση»!  






Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

Παρασκευή, 25/03/2016 - 17:00
Η επανάσταση του 1821, ο εθνικοαπελευθερωτικός και συγχρόνως κοινωνικός αγώνας ενάντια στον οθωμανικό ζυγό και στους εγχώριους κοτσαμπάσηδες αποτελούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ιστορίας μας και είναι μια πολύτιμη και επίκαιρη παρακαταθήκη για τον ελληνικό λαό.

Οι μετέπειτα κοινωνικοί αγώνες για την απελευθέρωση των εργαζομένων και του λαού από κάθε είδους παραβίαση της εθνικής και Λαϊκής κυριαρχίας αλλά και για να επιτευχθούν οι θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας ,της ισότητας, ,της δικαιοσύνης ,της κοινωνικής προκοπής άντλησαν δύναμη και έμπνευση από το παράδειγμα του 1821.

Φυσικά έτυχε σε αυτή τη χώρα και στο λαό της να δεινοπαθήσει και να ματώσει πολλές φορές από τις ξένες επεμβάσεις και τη ληστρική συμπεριφορά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ,τις οποίες διευκόλυνε σχεδόν πάντα μια εθελόδουλη αστική τάξη. Όμως ο αγώνας για το δίκιο ,την αξιοπρέπεια και για να είναι αυτός ο λαός νοικοκύρης στον τόπο του ήταν ένας αγώνας σταθερός ,αλλά μέχρι τώρα ανεκπλήρωτος.

Ετσι και σήμερα η αγωνιστική προσπάθεια για να σταματήσουν οι αντιλαϊκές πολιτικές των μνημονίων ,που έχουν συνθλίψει τη θέση των εργαζομένων και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ,που έχουν δημιουργήσει μια τεράστια ζώνη φτώχειας και εξαθλίωσης ,που μας γυρίζουν στον άγριο καπιταλισμό του 19ου αιώνα , συνδέεται άρρηκτα με την πάλη για την κατάργηση της υποτέλειας αλλά και της πολιτικής που θέλει τη χώρα μας αποικία χρέους και ένα προτεκτοράτο των ισχυρών της ΕΕ.

Καλούμε τους εργαζόμενους ,τον ελληνικό λαό να κάνουν δική τους υπόθεση την ακύρωση των μνημονίων και τη διεκδίκηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας,που είναι μεγάλοι στόχοι και στις μέρες μας και να τα συνδέσουν άμεσα με μεγάλους ενωτικούς ταξικούς λαϊκούς αγώνες για την κοινωνική χειραφέτηση και απελευθέρωση,για μια Ελλάδα προοδευτική ,δίκαιη,ελεύθερη και σοσιαλιστική.

Η εθνεγερσία της 24ης Φεβρουαρίου 1821

Τετάρτη, 24/02/2016 - 19:01
Τάσος Κωστόπουλος

«Ο Μωρέας, η Ηπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησία του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα» 


Αλέξανδρος Υψηλάντης, Επαναστατική προκήρυξη, 24/2/1821 

Μια από τις συνέπειες της καθιέρωσης (επί Οθωνα) της 25ης Μαρτίου ως εθνικής επετείου υπήρξε η αποσύνδεση στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση της καθαυτό επαναστατικής εμπειρίας του 1821 από τα προεόρτιά της, έναν μήνα νωρίτερα, στη Μολδοβλαχία.

Κάτι οι ενδοπελοποννησιακοί τοπικιστικοί ανταγωνισμοί (αν η εθνεγερσία ξεκίνησε στην Αχαΐα ή με την απελευθέρωση της Καλαμάτας, δύο μέρες πριν από την υποτιθέμενη ύψωση του λαβάρου στην Αγία Λαύρα), κάτι ο πραγματικός περιορισμός της επανάστασης –ως μαζικού φαινομένου– στα εδάφη που αποτέλεσαν τελικά το πρώτο ελληνικό κράτος, ποιος ο λόγος να θυμάται κανείς πως η εναρκτήρια προκήρυξη του Αγώνα εκδόθηκε στις 24 Φλεβάρη στο Ιάσιο της Ρουμανίας, και μάλιστα με περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από τη διεκδίκηση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας για τους ελληνόφωνους (και αλβανόφωνους) χριστιανούς που ζούσαν στη νοτιότατη εσχατιά της Βαλκανικής

Η γραμμή της αποσύνδεσης των δύο εγχειρημάτων έχει άλλωστε υπαγορευθεί εδώ κι ενάμιση σχεδόν αιώνα από τον εθνικό μας ιστορικό, τον αρχιτέκτονα της εικόνας που η νοερή κοινότητα των Νεοελλήνων διαμόρφωσε στο μεσοδιάστημα για τη διαχρονική ιστορική της διαδρομή.

«Είναι άραγε αναγκαίον να διέλθωμεν διά μακρών την ελεεινήν εκείνην ιστορίαν;»αναρωτιέται χαρακτηριστικά στο κανονιστικό έργο του, όταν έρχεται η στιγμή να περιγράψει τα γεγονότα της επτάμηνης εκστρατείας του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του μεταξύ Προύθου και Δούναβη (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΕ΄, Αθήνα 1971, σ. 21).

Εξίσου αρνητική απέναντι στο εγχείρημα του τσαρικού πρίγκιπα υπήρξε και η αριστερή ιστοριογραφία, που προτίμησε ν’ ασχοληθεί με τα κοινωνικά συμφραζόμενα της νικηφόρας επανάστασης στη νότια Ελλάδα. 

Παρά τον τυχοδιωκτισμό και την αποκοπή του από την εκεί κοινωνία, το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες δεν παύει όμως ν’ αποτελεί έναν βασικό κρίκο για την κατανόηση της αλυσίδας των διαδικασιών που οδήγησαν στη διαμόρφωση του σημερινού ελληνικού έθνους.

Τη μετάβαση, με άλλα λόγια, από τις υπερτοπικές νοερές κοινότητες των ελληνόγλωσσων αναγνωστών και των ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστών της βαλκανικής διασποράς, που οραματίζονταν τη μεταφύτευση της γαλλικής επαναστατικής εμπειρίας στην οθωμανική Ανατολή, στην τελική οικοδόμηση μιας εδαφοποιημένης συλλογικής οντότητας, όπου τα κοινά βιώματα του οκτάχρονου αγώνα λειτούργησαν ως συγκολλητική ύλη και νοηματοδότηση μιας συνειδησιακής τομής, παρ' όλες τις αντιφάσεις (ταξικές ή πολιτισμικές) που εμπεριείχε αυτή η συλλογική διαδρομή. 

Αν μη τι άλλο, ο αυτοκαταστροφικός «αντιπερισπασμός» της Μολδοβλαχίας αποτυπώνει στην καθαρότερη δυνατή μορφή της την κοινωνική δυναμική (και τα όρια) του συνωμοτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας κατά την ύστερη φάση της μαζικοποίησής του: μια συμμαχία ελληνόγλωσσων ή εξελληνισμένων Βαλκάνιων μικροαστών με τη «φωτισμένη» μερίδα της περιφερειακής χριστιανικής οθωμανικής γραφειοκρατίας, απουσία πολιτικών και οργανωτικών δεσμών με την ντόπια αγροτιά, στήριξη σ’ ένα «πολυεθνικό» συνονθύλευμα επαγγελματιών πολεμιστών και την ενθουσιώδη (αλλά τεχνικά ανεπαρκή) στράτευση της νεανικής αστικής διανόησης.

Στοιχεία που συναντάμε μεν εν μέρει και στον μεγάλο σηκωμό του νότου, με την καθοριστική όμως εδώ ποιοτική διαφορά της κινητοποίησης των αγροτικών μαζών, που προσέδωσε στην εξέγερση τον χαρακτήρα αυθεντικής κοινωνικής επανάστασης· σε αντίθεση, θυμίζουμε, προς τις γραπτές οδηγίες του Υψηλάντη, που απαγόρευαν ρητά «να αρματωθή ο τυχών, διά την προξενουμένην σύγχυσιν και ζημίαν από την απειρίαν του όχλου», αλλά να παραμείνει η στρατολογία κάτω από τον πλήρη έλεγχο των προεστών και του αδερφού του (Χ. Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, Εν Λονδίνω 1860, σ. 29).

Στην περίπτωση του κινήματος των Ηγεμονιών, το υπό συγκρότηση επαναστατικό υποκείμενο παρέμεινε αντίθετα μέχρι τέλους εντελώς φανταστικό, περιλαμβάνοντας (όπως διαπιστώνουμε από την εναρκτήρια προκήρυξη του Ιασίου) ακόμη και περιοχές όπως η Σερβία ή η Βουλγαρία, η απρόσκοπτη υπαγωγή των οποίων στη μελλοντική Ελλάδα τεκμαιρόταν με βάση την υποτιθέμενη καταγωγή των (χριστιανών) κατοίκων τους από τους 300 του Λεωνίδα και τους Αθηναίους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα... 

Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, η ελληνική βιβλιογραφία για τα γεγονότα αυτά εξακολουθεί να εμπλουτίζεται. Οχι μόνο με νεωτερικές ιστοριογραφικές επεξεργασίες, απόρροια των καινούργιων ερωτημάτων που θέτει η εξέλιξη της θεωρίας και της κοινωνίας σε παλιά ζητήματα, αλλά και με ελληνικές μεταφράσεις έργων που είδαν παλαιότερα το φως σε λιγότερο προσιτές γλώσσες.

Ακόμη και πρωτογενών πηγών, που παρέμεναν στα αζήτητα από τη μακρινή εκείνη εποχή.

Τι ζητούν οι Ελληνες στη Μολδοβλαχία;

Η διάβαση του Προύθου από τον Υψηλάντη (21/2/1821). Μεταγενέστερος –εξιδανικευτικός– πίνακας του Βαβαρού ρομαντικού ζωγράφου Πέτερ Φον Ες
Η διάβαση του Προύθου από τον Υψηλάντη (21/2/1821). Μεταγενέστερος – εξιδανικευτικός– πίνακας του Βαβαρού ρομαντικού ζωγράφου Πέτερ Φον Ες | 

Τα απομνημονεύματα γράφονται λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το εξιστορούμενο παρελθόν αλλά και το μελλοντικό κοινό, μπροστά στα μάτια και την κρίση του οποίου θα ξεδιπλωθεί η ζωή του αυτοβιογραφούμενου.

Αυτός ο τελευταίος παράγοντας διαδραματίζει συχνά εξίσου αποφασιστικό ρόλο, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τελικού πονήματος, με τη διάνοια, τον χαρακτήρα ή την ποιότητα της γραφίδας του συγγραφεα: όσο πιο αντιφατικό, απαιτητικό και λιγότερο δεδομένο είναι αυτό το νοερό κοινό τόσο πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται συνήθως και η αφήγηση. 

Στην περίπτωση των αδελφών Καντακουζηνού, δυο Ρώσων ευγενών ελληνομολδαβικής καταγωγής που μετείχαν στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Επανάστασης και εξέδωσαν τις αναμνήσεις τους το 1824 στη Χάλλη της Γερμανίας, το δυνητικό αυτό κοινό απαρτιζόταν από δύο κυρίως υποσύνολα: παλιούς συντρόφους, ενώπιον των οποίων τα δύο αδέρφια απολογούνται για τις ατομικές επιλογές τους όσον αφορά τη διεξαγωγή και την εγκατάλειψη του αγώνα, κυρίως όμως την τοπική κοινωνία της Σαξονίας, στην οποία οι συγγραφείς προσπαθούσαν να ενταχθούν και προς την οποία πρωτίστως απευθύνονταν, αφού το βιβλίο τους κυκλοφόρησε στα γερμανικά.

Εξ ου και ο υπόρρητα απολογητικός τόνος του, οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις περί κοινωνικού ριζοσπαστισμού του ελληνικού εθνικού κινήματος, η απουσία εξιδανίκευσης των επαναστατικών πεπραγμένων· αυτό το τελευταίο υπαγόρευε άλλωστε η ανάγκη, όχι μόνο πειστικότητας απέναντι στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και δικαιολόγησης της δικής τους απομάκρυνσης από μια σύρραξη που δεν είχε ακόμη κριθεί. 

Το βιβλίο συγκροτείται από δυο μέρη:

(α) το «Υπόμνημα» που ο Γεώργιος Καντακουζηνός, συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού και σύντροφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, συνέταξε τον Οκτώβριο του 1821, μετά την αναχώρησή του από τη Μολδοβλαχία, εξιστορώντας τη δράση του εκεί, και

(β) 33 ανώνυμες επιστολές του 1821 από τη νότια Ελλάδα, όπου περιγράφονται τα συμβάντα στα οποία μετείχε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, στενός συνεργάτης του Δημητρίου Υψηλάντη, που είναι και ο πιθανότερος συντάκτης τους.

«Δυο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάστηση»

Η ελληνική έκδοση («Δυο πρίγκιπες στην ελληνική επανάσταση», Αθήνα 2015, εκδ. Ασίνη) συμπληρώνεται από μια εκτενέστατη εισαγωγή –κι εξίσου εκτενή σχόλια– του πανεπιστημιακού καθηγητή Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Η αφήγηση του Γεωργίου, που θα μας απασχολήσει εδώ, αποτελεί μια συνοπτική μεν, αλλά εξαιρετικά ζωντανή περιγραφή του απονενοημένου διαβήματος των Φιλικών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Εγχειρήματος κυριολεκτικά μπρανκαλεονικού, με τα ετερόκλητα επαναστατικά στρατεύματα να περιφέρονται επί της ουσίας άσκοπα σε μια χώρα αδιάφορη ή εχθρική, εν αναμονή μιας εξωτερικής επέμβασης που αρκετά νωρίς συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να 'ρθεί.

Εμπειρία, επιπλέον, σημαδεμένη από τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις του αριστοκράτη αφηγητή για το έμψυχο υλικό που έχει κληθεί να διοικήσει· υλικό που απαρτίζεται μεν κυρίως από επαγγελματίες πολεμιστές (Βαλκάνιους μισθοφόρους των Ηγεμονιών) κι όχι απλούς χωρικούς, διατηρεί όμως όλα τα χαρακτηριστικά ενός προνεωτερικού συλλογικού υποκειμένου. 

Αρχηγός των ατάκτων 

Οι διαψεύσεις ξεκινούν αμέσως μετά το πέρασμα του Προύθου και την άφιξη του επιτελείου του Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας:

«Αντί των 2.000 ανδρών, που κατά τις διαβεβαιώσεις του Δούκα, του Ορφανού και του Λασσάνη επρόκειτο να βρούμε, δεν μπορέσαμε να μαζέψουμε παρά 250 Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Μολδαβούς, ανθρώπους μαθημένους στην τεμπελιά, στην ακολασία και στη λεηλασία» (σ. 262). 

Ευθύς εξαρχής, τα ήθη των μαχητών αναδεικνύονται σε κυρίαρχο ζήτημα – στον απολογισμό, τουλάχιστον, του αφηγητή:

«Βλέποντας την αταξία και την ασυδοσία των Αλβανών, έθεσα στον πρίγκηπα το θέμα:εάν δεν μάθαινε τους στρατιώτες του από την αρχή σε αυστηρή πειθαρχία, αργότερα, όταν θα γίνονταν πολυπληθέστεροι, δεν θα μπορούσε να τους χαλιναγωγήσει».

Ο Υψηλάντης όμως, αδιαφορώντας γι’ αυτές τις συμβουλές, «επέτρεπε στον καθένα να μαζεύει γύρω του ανθρώπους και να σηκώνει μια σημαία. Αυτή η κακή τακτική μάζεψε αυτόν τον αριθμό άχρηστων ανθρώπων και αυτό το πλήθος των αρχηγών που ούτε βάσεις είχαν, ούτε ήθος. Οταν αφήσαμε το Ιάσιο είχαμε λιγότερους από 400 άνδρες και 18 αρχηγούς με τις σημαίες τους» (σ. 263).

«Χρησιμοποίησα όλα τα μέσα που μπορούσα να φανταστώ για να επιβάλω την τάξη ανάμεσα στους άνδρες, να περιορίσω τις λεηλασίες και να συνηθίσω τους επικεφαλής στην υπακοή. Ολες μου οι προσπάθειες όμως έμειναν άκαρπες» – γι’ αυτό και, μετά την άφιξή τους στο Πλοέστι (23/3), παραιτείται από τα καθήκοντα του αξιωματικού υπηρεσίας (σ. 265). 

Για τις επιπτώσεις αυτών των πρακτικών στον τοπικό πληθυσμό, ο Καντακουζηνός είναι βέβαια μάλλον διακριτικός.

Με μοναδική εξαίρεση μια παρεμπίπτουσα, λακωνική παραδοχήκατά την αποστολή του από το Τιργκοβίστι προς το Γαλάτσι, τον Μάιο του 1821, γράφει:

«Ηθελα να αποφύγω να πάρω μαζί μου Αλβανούς, για ν’ αποφύγω να ερημώσω τη Μολδαβία, όπως είχε αρχίσει να γίνεται στη Βλαχία» (σ. 270). 

Επήλυδες και ντόπιοι 

Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο ντόπιος πληθυσμός απουσιάζει ουσιαστικά από την όλη αφήγηση – με κάποιες σποραδικές, κι εδώ, εξαιρέσεις.

Μετά την αναδίπλωση του Υψηλάντη στο Τιργκοβίστι, διαβάζουμε, «είχαν οριστεί 2.500 κάτοικοι της πόλης για τις οχυρωματικές εργασίες», μισθοδοτούμενοι «για τις εργασίες που είχαν εκτελέσει» (σ. 269).

«Τα βουνά της Μπράντσα», σημειώνει πάλι παρακάτω ο αφηγητής, «τα βρήκα κατειλημμένα από τους κατοίκους που είχαν λάβει διαταγή από τον Ισπράβνικο να συγκεντρωθούν οπλισμένοι και να μη με αφήσουν να περάσω. Μου κόστισε απίστευτη κούραση και προσπάθεια να κερδίσω αυτούς τους ανθρώπους για να μ’ αφήσουν όχι μόνο να περάσω αλλά και να μου δώσουν τρόφιμα για τους άνδρες μου· οι παρακλήσεις και το χρήμα βοήθησαν σ’ αυτό» (σ. 279). 

Εξίσου επώδυνη με τις υλικές καταστροφές αποδεικνύεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις η αποψίλωση των τοπικών πόρων διαβίωσης από τα ξένα στρατεύματα·φαινόμενο που ο Λέων Τρότσκι θα περιγράψει αργότερα, ως αυτόπτης μάρτυρας των Βαλκανικών πολέμων, ως τον «πόλεμο που τρέφει τον εαυτό του».

Η περιγραφή του Καντακουζηνού είναι κι εδώ αρκετά εύγλωττη:

«Αν και στο Ιάσιο είμαστε περίπου 350 άνθρωποι, καταναλώναμε καθημερινά 4.000 ψωμιά και ακόμα υπήρχαν διαμαρτυρίες για τις ελλείψεις».

Τα αποθηκευμένα τρόφιμα και ζωοτροφές «γρήγορα έμαθα ότι πολλοί αρχηγοί τα μοίραζαν μεταξύ τους και τα πουλούσαν» (σ. 282).

Οταν διέταξε, τέλος, τους οπλαρχηγούς να καταλάβουν συγκεκριμένες θέσεις στα περίχωρα, αυτοί «δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την πόλη πριν φανεί ο εχθρός και ότι αν δεν μπορέσουν να την κρατήσουν, θα της βάλουν φωτιά και θα την κάψουν» (σ. 286). 

Για τον ευπατρίδη αφηγητή, σημασία είχε βέβαια κυρίως η εγχώρια αριστοκρατία.

«Ακόμα και οι Βογιάροι [οι Ρουμάνοι ευγενείς] μάς εγκατέλειψαν, αφού για μερικές ημέρες διαπραγματεύονταν μαζί μας», σημειώνει στην αρχή των αναμνήσεών του (σ. 266), ενώ ακόμη γλαφυρότερος είναι όταν περιγράφει τις προσπάθειές του να σταθεροποιήσει την κατάσταση, λίγο πριν από την τελική κατάρρευση

«Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση την οποία επρόκειτο να συναντήσω στη Μολδαβία. Αντί των 2.600 ανδρών και των 28 κανονιών που έπρεπε να βρίσκονται στο Γαλάτσι, βρήκα την πόλη στα χέρια των Τούρκων, τους Ελληνες νικημένους και τα κανόνια να έχουν λαφυραγωγηθεί. Στο Ιάσιο βρήκα, αντί μια νόμιμη Κυβέρνηση και ένα στρατιωτικό σώμα 1.400 ανδρών, τίποτα άλλο παρά τον Πεντεδέκα με 70 Αλβανούς, 50 Ελληνες και περίπου 90 Μολδαβούς και Τσιγγάνους, που τους ονομάζανε Κοζάκους και που ήτανε οι περισσότεροι άοπλοι και χωρίς στολές! [...]

Σ’ αυτή την κατάσταση αποφάσισα να καλέσω τους Βογιάρους δεύτερης και τρίτης τάξεως να γυρίσουν πίσω και να τεθούν επικεφαλής της Κυβερνήσεως, για να μπει μια τάξη και να σταματήσει η καταστροφή της χώρας» (σ. 281). 

Την εποχή που συνέβαιναν τα παραπάνω, στην ύπαιθρο της Βλαχίας διεξαγόταν μια παράλληλη επαναστατική διαδικασία με σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά: η αγροτική εξέγερση του Τουντόρ («Θεόδωρου») Βλαδιμηρέσκου.

Ο Καντακουζηνός υπολογίζει τους ένοπλους αγρότες του τελευταίου σε 7.100, συν 1.500 του συμπολεμιστή του Σάββα Καμινάρη, τη στιγμή που ο Υψηλάντης διέθετε μόλις 985 πολεμιστές και οι σύμμαχοί του οπλαρχηγοί κάπου 2.500 (σ. 271-2).

Στους αριστοκράτες επικεφαλής του ελληνικού «αντιπερισπασμού», τα επαναστατημένα αυτά πλήθη ήταν όμως μάλλον απωθητικά.

Αναχωρώντας στις 9 Μαΐου από το Τιργκοβίστι για τη Μολδαβία, θυμάται ο συγγραφέας, «συμβούλεψα τον πρίγκηπα Υψηλάντη, για πολλοστή φορά, να μην έχει καμία εμπιστοσύνη στον Σάββα και τον Θεόδωρο [...]. Αλλά ο πρίγκηπας τους κοινοποίησε, μέσω κάποιου Μακεντόνσκυ, όλα τα σχέδιά του» (σ. 271).

Λίγο αργότερα, ο Βλαδιμηρέσκου δολοφονήθηκε πάντως από τους ανθρώπους του Υψηλάντη, με την κατηγορία της «προδοσίας» (27/5/1821)· ενέργεια που σηματοδότησε και την οριστική αποκοπή της στρατιάς των Φιλικών από την τοπική κοινωνία. 

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω 

Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός στη Μονεμβασιά (αριστερά), ο Γεώργιος Καντακουζηνός με την πολυμελή οικογένειά του στη μετεπαναστατική Αθήνα  (δεξιά)Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός στη Μονεμβασιά (αριστερά), ο Γεώργιος Καντακουζηνός με την πολυμελή οικογένειά του στη μετεπαναστατική Αθήνα (δεξιά) | 

Σημείο τομής για την αποσύνθεση του κινήματος αποτέλεσε η είδηση της αποκήρυξής του από τον τσάρο και τον Καποδίστρια, αποκήρυξης που ενταφίαζε οριστικά τα σχέδια για ρωσική στρατιωτική επέμβαση:

«Τότε άρχισαν ανωμαλίες και λεηλασίες κάθε είδους. Κανένας δεν σκεφτόταν πλέον τον πατριωτικό πόλεμο, αλλά καθένας ζητούσε να έχει το πλεονέκτημα. [...] Κάθε οπλαρχηγός προσπαθούσε να πάρει με το μέρος του όσους περισσότερους άνδρες μπορούσε και έτσι από τους 3.000 άνδρες που αρχικά είχαμε συγκεντρώσει, στον πρίγκηπα έμειναν πιστοί, ως Ιερός Λόχος, μόνο 300 άνδρες. [...]

Η πορεία μας από την Κολεντίνα στο Τιργκοβίσι έμοιαζε με φυγή: επικρατούσε φοβερή αταξία, τα τρόφιμα έλειπαν και ο καθένας προσπαθούσε να αποκτήσει όσο μπορούσε περισσότερα» (σ. 267). 

Με δεδομένη την κατάρρευση του εγχειρήματος, ως μόνη προοπτική επιβίωσης διαφαινόταν πλέον η καταφυγή στον επαναστατημένο Μοριά.

Προοπτική που αφορούσε όμως μόνο τον κεντρικό πυρήνα των επαναστατών και όχι τους επαγγελματίες πολεμιστές που είχαν συρρεύσει ευκαιριακά κάτω από την ίδια σημαία:

«Στη θλιβερή μας κατάσταση ελπίζαμε να μας επέτρεπαν οι Σέρβοι τη διάβαση προς την Ελλάδα. Εμείς θα περνούσαμε μόνο με τον Ιερό Λόχο, γιατί οι περισσότεροι Αλβανοί σ’ εκείνα τα μέρη είχαν εγκατασταθεί καλά και δεν ήθελαν να περάσουν το Δούναβη» (σ.267). 

Ολα αυτά τα σχέδια θάφτηκαν, ως γνωστόν, οριστικά στο Δραγατσάνι και επισφραγίστηκαν με τη φυγή του υψηλαντικού επιτελείου στην Αυστρία.

Εχοντας εγκαταλείψει τη Βλαχία για τη Μολδαβία ήδη από τον Μάιο, ο Καντακουζηνός θ’ αποφύγει την ύστατη αντιπαράθεση με τον εκεί οθωμανικό στρατό στο Σκουλένι (17/6/1821), καταφεύγοντας στο ρωσικό έδαφος με πρόσχημα μιαν ακόμη ανταρσία των υφισταμένων του.

Δέκα μέρες νωρίτερα, είχε ωστόσο προλάβει ν’ αναλύσει με ωμό ρεαλισμό σ’ έναν απ’ αυτούς, τον οπλαρχηγό Θανάση Καρπενησιώτη, πόσο ανώφελη έβλεπε την ηρωική αυτοθυσία τους «σε μια εχθρική χώρα» (σ. 287). 

Τα ίχνη του Μόσκοβου

Ηττημένοι επαναστάτες της Μολδοβλαχίας στην αυτοεξορία. Σκίτσο εκ του φυσικού, δημοσιευμένο σε ελβετική έκδοση της εποχής (1828) Ηττημένοι επαναστάτες της Μολδοβλαχίας στην αυτοεξορία. Σκίτσο εκ του φυσικού, δημοσιευμένο σε ελβετική έκδοση της εποχής (1828) | Δ. ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η Επανάσταση του 21» (Αθήνα 1971)

Το πιο κρίσιμο ίσως ερώτημα γύρω από το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αφορά την πραγματική έκταση της εμπλοκής του ρωσικού κράτους στο όλο εγχείρημα.

Η εντυπωσιακή αδράνεια του ασφυκτικού πλέγματος ασφαλείας απέναντι στις κινήσεις του στρατηγού κατά το προηγούμενο διάστημα, η κάλυψη του συνωμοτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας από τις ίδιες υπηρεσίες αλλά και μια ακριτομυθία της τσαρίνας Ελισάβετ στην ιδιωτική της αλληλογραφία (περί «αποστολής» του Υψηλάντη στην τότε ρωσοτουρκική μεθόριο) αποτελούν πρώτης τάξης τροφή για τα σχετικά σενάρια, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. 

Εξαιρετικά καλοδεχούμενη, ως εκ τούτου, η πρόσφατη έκδοση δύο κλασικών έργων του παλαίμαχου Γκριγκόρι Αρς, του συστηματικότερου μέχρι σήμερα ερευνητή των ρωσικών αρχείων για ό,τι σχετίζεται με τη νεοελληνική Ιστορία.



Το 2011 κυκλοφόρησε η ελληνική μετάφραση της διδακτορικής του διατριβής («Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία», εκδ. Παπασωτηρίου) και ακολούθησε το 2015 η μονογραφία «Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία» (εκδ. Ασίνη) – υπό την αιγίδα, και τα δύο, του Κέντρου Ελληνορωσικών Ιστορικών Ερευνών. 

Πρωτοδημοσιευμένη στη Μόσχα το 1970, η διατριβή του Αρς συνδυάζει την αξιοποίηση των διαθέσιμων ελληνικών πηγών με μεγάλο αριθμό ρωσικών εγγράφων.

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει για την «υπόθεση Γαλάτη» (την ανακάλυψη και συγκάλυψη της Εταιρείας από τις ρωσικές Αρχές το 1817), αλλά και για την υλική υποστήριξη που οι Φιλικοί τής τότε Νότιας Ρωσίας παρείχαν στο κίνημα του Υψηλάντη· δραστηριότητα που πολλαπλασίασε μεν τις υποψίες πως η Φιλική Εταιρεία δρούσε ως προέκταση του ρωσικού βαθέος κράτους, συνεχίστηκε όμως και μετά τη λήψη των πρώτων απαγορευτικών μέτρων από τις εκεί Αρχές, τον Απρίλιο του 1821. 

Χωρίς ν’ αποσαφηνίζονται τελεσίδικα οι στρατηγικές επιλογές της ρωσικής ηγεσίας, το βιβλίο τεκμηριώνει ενδελεχώς την ανεκτική στάση των ανώτερων κλιμακίων της παραμεθόριας (τουλάχιστον) διοίκησης απέναντι στους επαναστάτες.

Στάση που μπορεί να υπαγορευόταν από απλή συμπάθεια προς ένα ομόδοξο έθνος («Οι Ελληνες μάχονται απελπισμένα κι εμείς οι ορθόδοξοι καθόμαστε και κοιτάμε», γράφει χαρακτηριστικά τον Μάιο σε ιδιωτική επιστολή του ο διοικητής της Βεσσαραβίας, Ι. Ν. Ιντζόφ), ίσως όμως αρχικά να υπάκουε και σε κεντρικές οδηγίες. Τα σχετικά τεκμήρια παραμένουν, πάντως, ζητούμενα. 

Ακόμη διαφωτιστικότερο είναι ένα μεταγενέστερο άρθρο του Αρς (1989), ενσωματωμένο ως παράρτημα στην ελληνική έκδοση.

Με βάση αρχειακό υλικό που κατέστη προσβάσιμο στον συγγραφέα μετά την ολοκλήρωση της διατριβής του, παρέχει άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία για τις κινήσεις των ιδρυτών της Φιλικής στην Οδησσό κατά την εκκόλαψη της οργάνωσης, κυρίως όμως αποκαλυπτικές πληροφορίες για τη διαπλοκή του Υψηλάντη με τα υψηλόβαθμα κλιμάκια της ρωσικής διπλωματίας.

Μία μόλις μέρα μετά την κήρυξη της επανάστασης, μαθαίνουμε, ο τελευταίος έστειλε στον Ρώσο πρέσβη της Κωνσταντινούπολης ένα πακέτο εγγράφων προς διανομή σε εγχώριους αποδέκτες· μεταξύ άλλων, και την (άκαρπη) εντολή προς την τοπική εφορεία των Φιλικών για εμπρησμό της οθωμανικής πρωτεύουσας, κατάληψη του ναυστάθμου και απαγωγή του σουλτάνου.

Εντολή που ο Αρς σκιαγραφεί μεν υπαινικτικά στο δημοσίευμα του 1989, παραθέτει όμως αυτολεξεί στην έκδοση της αλληλογραφίας του Υψηλάντη που συνεπιμελήθηκε αργότερα με τον καθηγητή Σβολόπουλο («Alexandre Ypsilanti. Correspondance», Θεσσαλονίκη 1999, εκδ. ΙΜΧΑ, σ. 72). 

Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η εξιστόρηση της καριέρας του Καποδίστρια στην υπηρεσία του τσάρου, που πραγματεύεται το δεύτερο βιβλίο του Αρς. Βασισμένος κυρίως σε ρωσικό αρχειακό υλικό, ο συγγραφέας παρακολουθεί τη διαδρομή τού μετέπειτα κυβερνήτη, από τα πρώτα του βήματα ως απλού διπλωματικού υπαλλήλου στην Αγία Πετρούπολη (1809-11) και την ταχύτατη ανάδειξή του σε υπουργό Εξωτερικών (1815), μέχρι τον παραγκωνισμό και την εύσχημη καθαίρεσή του λόγω της Ελληνικής Επανάστασης (8/8/1822).

Η αφήγησή του αναδεικνύει τις αντιφάσεις που ο βιογραφούμενος βίωνε ως ανώτατος αξιωματούχος μιας ευρωπαϊκής δύναμης, από τη μια, και φορέας μιας συντηρητικής εκδοχής του ελληνικού εθνικισμού, από την άλλη.

Ενθερμος πολέμιος της Φιλικής Εταιρείας το 1819-20, όταν καταδίκαζε με ταξική υπεροψία τα στελέχη της σαν «κακομοίρηδες που ανακατεύονται με υποθέσεις που δεν υπάγονται, ούτε θα υπαχθούν ποτέ στην αρμοδιότητά τους», συνειδητός όμως ταυτόχρονα προστάτης τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία και τις ευρωπαϊκές αστυνομίες· άνθρωπος που πρωτοστατούσε στους σχεδιασμούς της Ιερής Συμμαχίας για την εξάλειψη της «επαναστατικής μόλυνσης», αλλά που μετά το ξέσπασμα της εθνεγερσίας σχεδίαζε έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, ως μόνη προοπτική σωτηρίας του γένους. 

Το αποκορύφωμα αυτών των αντιφάσεων ήρθε τον Μάρτιο του 1821, όταν ο Καποδίστριας ένιωσε να συνθλίβεται ανάμεσα στον ενδόμυχο θαυμασμό του για τη χειρονομία του Υψηλάντη και την οργανική ένταξή του στο επιτελείο της πανευρωπαϊκής αντεπανάστασης.

«Η επιστολή του είναι το άκρον άωτον της τελειότητας κι εγώ ήμουν καταδικασμένος να της απαντήσω», έγραφε για τον πρώτο στην κοινή τους φίλη, Ρωξάνδρα Στούρτζα (26/3/1821), για ν’ ακολουθήσει, τέσσερις μέρες μετά, η ορθολογική δικαιολόγηση της στάσης του προς τον αδελφό της Αλέξανδρο«Τη στιγμή που την Ευρώπη απειλούν από παντού οι επαναστατικές εκρήξεις, πώς να μην αναγνωρίσουμε στην έκρηξη που συνέβη στις Ηγεμονίες το πανομοιότυπο αποτέλεσμα των ίδιων καταστροφικών αρχών, των ίδιων σκευωριών», που δική του αποστολή ήταν να καταπνίγει; 






πηγή: efsyn
Σελίδα 2 από 2