Ενταγμένες σε ένα ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο οι παρακρατικές οργανώσεις είναι δημιουργήματα του μετεμφυλιακού κράτους. Όπως εξηγεί ο Α. Λεντάκης (2, σελ. 11-12) «μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949, και τη στρατιωτική και πολιτική ήττα της Αριστεράς, ανέβηκε στην εξουσία η Δεξιά, που ανήγαγε τον αντικομμουνισμό σε κρατική ιδεολογία». Βασικά εργαλεία της Δεξιάς στο διάστημα που ακολούθησε ήταν η μονοπώληση της εξουσίας και η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων, με την απονομιμοποίηση των οργανώσεων της Αριστεράς και τις διώξεις των μελών και των στελεχών της. Ωστόσο, σε κρίσιμες περιόδους, όπως μπορεί να χαρακτηριστεί το διάστημα 1957- 1967, το πλαίσιο των διώξεων διευρύνθηκε για να περιλάβει μέλη και στελέχη που ανήκαν στο πολιτικό κέντρο προκειμένου να αποδυναμωθεί ο ρόλος του (3). Το έργο αυτό υποστηρίχθηκε από ένα παράλληλο νομικό και οργανωτικό πλαίσιο. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται το νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε μετά την απελευθέρωση και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με το Γ΄ Ψήφισμα και τον Αναγκαστικό Νόμο 509/ 1947 (4), γνωστό και με τον όρο «παρασύνταγμα», και το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ έως το 1974. Στην δεύτερη κατηγορία εντάσσεται η δημιουργία των παρακρατικών οργανώσεων που ανέλαβαν, σε συνεργασία με τον Στρατό και την Αστυνομία, την παρακολούθηση, τον εκφοβισμό, ακόμα και την εξόντωση των αντιπάλων του πολιτικού συστήματος. Ήδη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ιδρύεται ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Η δράση του καλύπτει όλο το διάστημα, από το 1947 έως το 1974, και στους κόλπους του εκπαιδεύονται και προωθούνται στη στρατιωτική ιεραρχία οι κατοπινοί δικτάτορες.
Σύμφωνα με τον Γ. Μαργαρίτη (5) οι παρακρατικές οργανώσεις, προκειμένου για τη συγκρότησή τους, αξιοποίησαν το καθεστώς ημιαυτονομίας που επεβλήθη στο Στρατό και την Αστυνομία μετά τον πόλεμο και αποτέλεσε βασικό εργαλείο στην ισορροπία και την ευστάθεια του πολιτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό ο Στρατός και η Αστυνομία είχαν αυξημένο ρόλο στη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων, γεγονός που, το 1967, συνετέλεσε στην επιβολή της δικτατορίας. Ωστόσο η ισχυρή παρουσία του Στρατού και της Αστυνομίας, όπως και η ανάπτυξη των παράλληλων μηχανισμών του παρακράτους δεν οφείλεται μόνο σε πολιτικούς παράγοντες. Ο ρόλος τους θα πρέπει να θεωρηθεί συνάρτηση της δομής του μετεμφυλιακού κράτους, κυρίως δε των περιορισμών που επεβλήθησαν από ένα διεθνές καθεστώς εξάρτησης, που είχε τη συμφωνία των τριών συμμάχων υπερδυνάμεων της εποχής, των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ και αφορούσε στις διαδικασίες της μεταπολεμικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ελεύθερων εθνικών κρατών.

Στο παραπάνω πλαίσιο θα πρέπει να εξετασθεί η ανασυγκρότηση της εθνικής αστικής τάξης, ο μεταπρατικός χαρακτήρας της οποίας είχε ανάγκη την ύπαρξη παράλληλων μηχανισμών στην οικονομία (6) και την πολιτική προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά της, ακόμα και από το πολιτικό σύστημα που η ίδια συνέβαλε στη θεμελίωσή του. Κατά την έννοια αυτή η συγκρότηση των παρακρατικών οργανώσεων υπήρξε συναφής με τη διευρυμένη δραστηριότητα των μηχανισμών της παραοικονομίας και της παράλληλης αγοράς εργασίας που αναπτύχθηκαν ταχύτατα μετά το τέλος του πολέμου και αποτέλεσαν βασικό συντελεστή της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, οι παρακρατικές οργανώσεις συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν παράλληλα με τους επίσημους μηχανισμούς της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στον έλεγχο της κοινωνικής αντίδρασης και την επιτήρηση των αντιπάλων του πολιτικού συστήματος, προσφέροντας, με τον τρόπο αυτόν, απασχόληση σε μέλη τους που, εξαιτίας, των χαρακτηριστικών τους δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στην επίσημη αγορά εργασίας (7). Το έργο των παρακρατικών οργανώσεων αφορούσε στην παρακολούθηση και τον εκφοβισμό των μελών και στελεχών της Αριστεράς, κατά περίπτωση και της Ένωσης Κέντρου, τα οποία, λόγω των περιορισμών που έθεταν στην απασχόλησή τους η περιστολή των πολιτικών ελευθεριών και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ήταν ευκολότερο να εργαστούν στην παράλληλη οικονομία.
Κατά συνέπεια οι παρακρατικές οργανώσεις αποτέλεσαν μέρος της αυταρχικής δομής του μετεμφυλιακού κράτους και αφορούσαν σε έναν πολυπρόσωπο μηχανισμό που ελεγχόταν και ελάμβανε κατευθύνσεις και χρηματοδότηση από τους επίσημους κρατικούς θεσμούς και τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, τον Στρατό και την Αστυνομία. Ο ειδικός σκοπός της ύπαρξής τους αφορούσε στην ανάληψη καθηκόντων και τη διεκπεραίωση υποθέσεων που βρίσκονταν έξω από τα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας, ακόμα και όταν αυτή αποτελούσε επίφαση, όπως συνέβαινε με το μετεμφυλιακό κράτος.

Στο ιστορικό πλαίσιο που αναγιγνώσκονται οι συνθήκες της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη, η επιδίωξη της ανάδειξης και της διατήρησης μονοκομματικών κυβερνήσεων, εν προκειμένω της ΕΡΕ, εντείνει τις εξαρτήσεις του κόμματος από το κράτος, γεγονός που βοηθά την κατασκευή παράλληλων και ελεγχόμενων μηχανισμών. Όπως παρατηρεί ο Σπ. Λιναρδάτος (8) «από το 1957 έως το 1959 ιδρύονται διάφορες αντικομμουνιστικές οργανώσεις ή αναζωογονούνται παλαιότερες με την ενίσχυση των σωμάτων ασφαλείας ή άλλων κρατικών υπηρεσιών (ΚΥΠ, Υπ. Προεδρίας, κ.λ.π.)». Οι δραστηριότητές τους αυξάνονται στο διάστημα 1959- 1967, με τη δημιουργία έντασης στις δημοτικές εκλογές του 1959, που διεξάγονται ένα χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές του 1958 και στις οποίες η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Οι εθνικές εκλογές του 1961 διεξάγονται σε κλίμα πολιτικής έντασης και βίας, με τις παρακρατικές οργανώσεις να ασκούν διαφόρου βαθμού «πιέσεις» σε βάρος αριστερών και κεντρώων ψηφοφόρων.
Το πλαίσιο των δραστηριοτήτων των παρακρατικών οργανώσεων της περιόδου 1957- 1967 περιλαμβάνει τρεις τομείς:
1. Τη διαφωτιστική, αλλά και εκφοβιστική- τρομοκρατική, δράση της ΕΚΟΦ, η οποία δημιουργήθηκε το 1957 «σαν αδελφό σωματείο των άλλων «εθνικών- κοινωνικών οργανώσεων» (1, σελ. 162). Η διαφωτιστική δράση της ΕΚΟΦ αφορούσε στην αντικομμουνιστική εκστρατεία, ενώ στην τρομοκρατική δραστηριότητα περιλαμβάνεται και η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη.
2. Το σχέδιο «Περικλής» που αφορούσε στη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών του 1961, στις οποίες επιχειρήθηκε η πλαστογράφηση της λαϊκής θέλησης με την απροκάλυπτη βία σε βάρος των ψηφοφόρων της Αριστεράς και του Κέντρου.
3. Την πρακτική των αντισυγκεντρώσεων, ώστε να διαλύονται οι συγκεντρώσεις της ΕΔΑ και της Ένωσης Κέντρου.
Το πλαίσιο αυτό επιμερίζεται σε επιμέρους δράσεις, όπως:
i. Η παρακολούθηση των πολιτών σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας και με σκοπό τη λήψη «κατάλληλων μέτρων δι’ απομόνωσιν των πλέον επικίνδυνων εκ τούτων» (1, σελ. 59- 60 ).
ii. Η φαιά προπαγάνδα, με σκοπό τη διασπορά κακόβουλων φημών και την προπαγάνδιση ειδήσεων ακαθόριστης προέλευσης, με ανώνυμες δημοσιεύσεις και εκπομπές ή ανυπόγραφες εκδόσεις και στόχο τη συκοφάντηση και την ενοχοποίηση των πολιτικών αντιπάλων.
Και στις δύο περιπτώσεις τα μέλη των παρακρατικών οργανώσεων απασχολούμενα σε επαγγέλματα που εξασφάλιζαν την καθημερινή επαφή με τους πολίτες, λ.χ. περιπτερούχοι, εφημεριδοπώλες, ταξιτζήδες, εισπράκτορες λεωφορείων, κουρείς και κομμωτές, σερβιτόροι, αλλά και συνδικαλιστές ασχολούνται με το έργο της παρακολούθησης και τη διασπορά ψιθύρων και φημών σε βάρος των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
iii. Η παρεμπόδιση της πολιτικής δραστηριότητας των μελών και των οπαδών του Κέντρου και της Αριστεράς με την επιβολή και διάλυση των γραφείων οργανώσεών τους, την καταστροφή του προπαγανδιστικού υλικού και εντύπων κ.α.
iv. Οι αντισυγκεντρώσεις, που οργανώνονταν με «αυθόρμητο» τρόπο από «αγανακτισμένους εθνικόφρονες», με σκοπό την παρεμβολή παρακρατικών στοιχείων προκειμένου να αποθαρρυνθούν και να διαλυθούν οι συγκεντρώσεις, κυρίως, της Αριστεράς. Σε αρκετές, ωστόσο, περιπτώσεις, όπως συνέβη και στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, οι «αυθόρμητες» αντισυγκεντρώσεις έλαβαν τη μορφή μαζών κρούσης με σκοπό τη φυσική εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του κυβερνώντος κόμματος.
Συμπερασματικά, οι δραστηριότητες των παρακρατικών οργανώσεων αποσκοπούσαν στην αντικομμουνιστική διαφώτιση, στη συκοφάντηση και την ενοχοποίηση ή την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων και ιδιαίτερα των αριστερών και για τούτο στηρίζονταν στη δυσφήμιση, που έπληττε την πολιτική αξιοπιστία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των θιγομένων, και στη βία, που έπληττε τη σωματική ακεραιότητα και υπόστασή τους. Συναφής προς τη δομή και τους στόχους των παρακρατικών οργανώσεων ήταν και η στρατολόγηση των μελών τους. Αυτός ο εκτεταμένος μηχανισμός παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών, τρομοκράτησης και κρούσης αντλήθηκε από ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου, πολλοί εκ των οποίων είχαν εκκρεμότητες με τον ποινικό νόμο, καταδικασμένοι ή φυγόδικοι, κυρίως, για κλοπές, παράνομη οπλοφορία, σωματικές επιθέσεις, αλλά και σεξουαλικά εγκλήματα, λ.χ. βιασμός, παιδεραστία.
Κατά μια έννοια η στρατολόγηση στις παρακρατικές οργανώσεις αφορούσε σε άτομα που είχαν απωλέσει την προσωπική αξιοπιστία, δηλαδή άτομα στιγματισμένα, τα οποία, πολλές φορές στερούνταν υλικών και πολιτισμικών πόρων ζωής. Η ένταξη αυτών των ατόμων στις παρακρατικές οργανώσεις βοηθούσε στην ανάκτηση του προσωπικού κύρους, μέσω της επαφής τους με τους επίσημους μηχανισμούς εξουσίας και προσέφερε απασχόληση και εισόδημα, ακόμα και με διορισμό σε δημόσιες θέσεις. Θα μπορούσε δηλαδή να υποστηριχθεί ότι η ένταξη στις παρακρατικές οργανώσεις προσέδιδε κοινωνική αποκατάσταση και νομιμοποίηση σε ανθρώπους, που λόγω του ποινικού παρελθόντος και της υλικής και πολιτισμικής υστέρησης ζούσαν απαξιωμένοι, στις παρυφές της κοινωνίας. Σε αντάλλαγμα τόσο οι επίσημοι μηχανισμοί εξουσίας όσο και οι παρακρατικές οργανώσεις, που τους δέχονταν ως μέλη, εξασφάλιζαν την πλήρη υποταγή και αφοσίωση και εισέπρατταν τον ζήλο και τη μέγιστη απόδοσή τους.

4. Επίλογος
Η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη από μέλη παρακρατικών οργανώσεων, τα οποία τελούσαν σε συνεργασία με τους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, προκειμένου για την υλοποίηση του σχεδίου τους, κατέδειξε τα όρια αυτής της παράλληλης σχέσης ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και το κοινωνικό περιθώριο. Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, το 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου προχώρησε στη διάλυση των παρακρατικών οργανώσεων. Αλλά ήταν μια απόφαση καθυστερημένη και ημιτελής, αφού διατηρούσε την ΕΚΟΦ που εξακολούθησε τη δραστηριότητά της μέχρι τη δικτατορία.
Η ανάγκη μονοπώλησης της εξουσίας και η εμμονή στο δόγμα του κομμουνιστικού κινδύνου αποδείχθηκαν τα αδύναμα σημεία ενός πολιτικού συστήματος που έθεσε εν αμφιβόλω τις πολιτικές ελευθερίες, προκειμένου να τις περιστέλλει κατά βούληση, δημιούργησε περιθώρια αυτονομίας σε σημαντικούς κρατικούς πυλώνες, όπως ο Στρατός και η Αστυνομία, ώστε να επιτύχει την επιτήρηση της κοινωνίας, απονομιμοποίησε την Αριστερά και οδήγησε στον αποκλεισμό τα μέλη και τα στελέχη της με το στίγμα του επικίνδυνου. Την ίδια στιγμή δίπλα στο πολιτικό περιθώριο συνέτασσε ένα κοινωνικό περιθώριο, το οποίο αναλάμβανε την υποχρέωση να οργανώνει και να χρηματοδοτεί, σε έναν παράλληλο μηχανισμό συλλογής πληροφοριών, εξόντωσης και εκφοβισμού των εχθρών του συστήματος.
Στην πραγματικότητα, σε όλη την περίοδο από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, το 1967, το πολιτικό σύστημα λειτούργησε στις συνθήκες ενός καθεστώτος παρατεταμένης εξαίρεσης, αφού έπρεπε να διευθετηθούν οριστικά οι εκκρεμότητες της σχέσης ανάμεσα στους νικητές και τους ηττημένους της προηγούμενης περιόδου, στο πλαίσιο των νέων ισορροπιών και της Νέας Τάξης πραγμάτων που εδραιωνόταν σε διεθνές επίπεδο και επηρέαζε τις εσωτερικές υποθέσεις και τις εθνικές προτεραιότητες. Έτσι, το πέρασμα από την εύθραυστη δημοκρατική νομιμότητα στην εκτροπή, το 1967, έμοιαζε αναπόφευκτο, ενώ οι συνέπειές του αφορούσαν και στην επόμενη περίοδο, αφού δημιούργησαν ένα «κεκτημένο» στις σχέσεις των επίσημων κρατικών θεσμών με τους παράλληλους παραμηχανισμούς που συνέχισαν να λειτουργούν υπό περιορισμό και έξω από το πολιτικό σύστημα, προετοιμάζοντας την πλήρη αυτονόμησή τους και τη διεκδίκηση νομιμοποίησης στα νέα πολιτικά μορφώματα που άρχισαν να εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο από τη δεκαετία του 1990 και μετά, εκμεταλλευόμενα τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
* Η Στέλλα Νιώτη είναι Κοινωνιολόγος- Εγκληματολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Λιναρδάτος Σπ., Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Δ΄, 1961- 1964, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1986
(2) Λεντάκης Α., Το Παρακράτος και η 21η Απριλίου, Πρόλογοι: Γ.Α. Μαγκάκης- Π. Πετρίδης, Επιμέλεια: Α. Σιδεράτος, Προσκήνιο, Αθήνα, 2000
(3) Βουρνάς, Τ., Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια ως την ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, Τόμος Ε΄, Πατάκης, Αθήνα, . 2008, (1984)
(4) Λάζου Β., Κρατική βία και πολιτικός αποκλεισμός: το νομοθετικό πλαίσιο του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους και η πολιτική του σημασία, στο Οι Μεγάλες Δίκες, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, σελ. 41- 54, Αθήνα, 2011
(5) Μαργαρίτης, Γ. Οι λιγότερο γνωστές πτυχές της εμφύλιας πολεμικής αναμέτρησης 1946- 1949, τα «παρεπόμενα» του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, στο Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, σελ. 73- 96, Αθήνα, 2009
(6) Βαβούρας Γ., Κούρτης Α., Παραοικονομία: Η έκταση του φαινομένου στην Ελλάδα και το εξωτερικό, Παπαζήσης, Αθήνα 1991.
(7) Calavita, K. (2003) “A reserve army of delinquents”. Punishment and Society. Vol. 5(4), October, Oxford pp. 399-413
(8) Λιναρδάτος Σ., Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Β΄, 1952- 1955 (Η Τριετία του Συναγερμού), Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1978, σελ. 481- 482
(9) Λιναρδάτος Σ. Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Ε΄, 1964- 1967, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1986
Πηγή: tvxs.gr