Πανευρωπαϊκή αντίσταση απέναντι στην καύση σκουπιδιών

Πανευρωπαϊκή αντίσταση απέναντι στην καύση σκουπιδιών

Κυριακή, 16/11/2025 - 15:28

ΛΕΝΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

Ανεπιθύμητες σε Ελλάδα και Ευρώπη οι καταστροφικές για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία μονάδες καύσης σκουπιδιών, που αντιβαίνουν στην προτεραιότητα του περιορισμού των αποβλήτων, στην προαγωγή της ανακύκλωσης και στη λογική της κυκλικής οικονομίας, αλλά προωθούνται από την κυβέρνηση της Ν.Δ. - ακόμα μία στρατηγική υιοθέτησης ενός μοντέλου προηγούμενων δεκαετιών σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος αλλά προς όφελος μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.

Προς το παρόν χάνουν έδαφος χάρη στις ισχυρές αντιστάσεις. Αυτές τις μέρες ο πανελλαδικός συντονισμός προγραμματίζει τα επόμενα αγωνιστικά βήματα ενάντια στην κατασκευή έξι ΣΔΙΤ αποτέφρωσης απορριμμάτων σε Αττική, Βοιωτία, Ροδόπη, Κοζάνη, Πελοπόννησο και Ηράκλειο Κρήτης. Εκατοντάδες φορείς, συλλογικότητες, κόμματα, δήμοι έχουν εναντιωθεί, εκθέτοντας το πολύπλευρο κόστος και καταρρίπτοντας αβάσιμους ισχυρισμούς του υπουργείου Περιβάλλοντος περί «μονόδρομου» και οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμης μεθόδου, ενώ τα Περιφερειακά Συμβούλια Αττικής, Πελοποννήσου, Ηπείρου και Δυτικής  Μακεδονίας απέρριψαν ομόφωνα τη διάτρητη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του σχεδίου.

Το δυστοπικό αυτό σχέδιο κινείται αντίθετα από τον προσανατολισμό της Ε.Ε. να απομακρυνθεί από την καύση και από το αίτημα του ευρωπαϊκού οικολογικού κινήματος να απαγορευτεί πλήρως η έγκριση νέων μονάδων. Οι υφιστάμενες ανέρχονται σε περίπου 500 και καίνε περίπου το 1/4 των καθημερινών σκουπιδιών των κρατών-μελών, σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Μονάδων Παραγωγής Ενέργειας από Απόβλητα (CEWEP).

Η ελληνική κυβέρνηση αγνοεί επίσης τα σαφή αρνητικά διδάγματα από την εφαρμογή αυτού του μοντέλου διαχείρισης αποβλήτων. Τρανό παράδειγμα, το φαινόμενο εισαγωγής σκουπιδιών κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο σε σκανδιναβικές χώρες και όχι μόνο, προκειμένου οι εταιρείες να διαθέτουν επαρκείς ποσότητες για καύση και να διατηρούνται οικονομικά βιώσιμες, καθώς ο ρυθμός ανακύκλωσης έχει αυξηθεί.

Η απόπειρα μεταφοράς απορριμμάτων άλλων χωρών διά θαλάσσης στον Βόλο για καύση από τη Lafarge/ΑΓΕΤ είχε αποτραπεί το 2023 χάρη στη σημαντική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από προσφυγή του Πανελλήνιου Δικτύου Οικολογικών Οργανώσεων και της Περιβαλλοντικής Πρωτοβουλίας Μαγνησίας εναντίον της σχετικής απόφασης του πρώην υπ. Περιβάλλοντος, Σωκράτη Φάμελλου, το 2017.

Περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες

Ο Ιατρικός Σύλλογος Μαγνησίας έχει από το 2019 συνδέσει σε μελέτη την εκθετική αύξηση των θανάτων και της νοσηρότητας από τύπους νεοπλασμάτων στην περιοχή με την αποτέφρωση απορριμμάτων και των παραγώγων τους (RDF και SRF) από την εταιρεία τσιμεντοβιομηχανίας τα προηγούμενα χρόνια, επιβεβαιώνοντας αντίστοιχα επιστημονικά ευρήματα.

Η WWF Greece έκρουσε πρόσφατα τον κώδωνα του κινδύνου για τις δραματικές συνέπειες από την παραγωγή επικίνδυνων ρύπων και υγρών που καταλήγουν στην ατμόσφαιρα, το νερό και το έδαφος, «για τις περιοχές όπου λειτουργούν μονάδες με διοξίνες, φουράνια, βαρέα μέταλλα και “forever chemicals” (χημικές ουσίες που δεν διασπώνται στον ανθρώπινο οργανισμό και χρειάζονται δεκαετίες για να διαλυθούν στο φυσικό περιβάλλον), ενώ παράγουν σχεδόν διπλάσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με μονάδες ορυκτού αερίου (για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας ηλεκτρισμού)».

«Η χωροθέτηση των ρυπογόνων μονάδων καύσης γίνεται σε περιοχές ήδη επιβαρημένες από υψηλά ποσοστά ρύπανσης (Πτολεμαΐδα, Φυλή). Η επιλογή δημιουργεί de facto πολίτες δεύτερης κατηγορίας», ανέφερε η οργάνωση, επισημαίνοντας πως «η επένδυση σε συστήματα πρόληψης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης μπορεί να βάλει την Ελλάδα στον δρόμο μιας πράσινης και βιώσιμης διαχείρισης αποβλήτων μέχρι το 2040».

Μεγάλα κέρδη για τους αναδόχους

Σε οικονομικό επίπεδο τα κέρδη δισεκατομμυρίων για τους αναδόχους των έργων θα εκτινάξουν το κόστος για το Δημόσιο σε μια χώρα με πολλά ευρωπρόστιμα, που ξεπερνούν τα 170 εκατ. ευρώ, αναφορικά με παράνομες χωματερές και ελλιπή διαχείριση λυμάτων. Το «μάρμαρο» αναμένεται να πληρώσουν πανάκριβα οι δημότες με υψηλά τέλη για δεκαετίες, από τη στιγμή που δεν προβλέπεται ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και θα τεθεί τέλος εισόδου στις 56 μονάδες επεξεργασίας από τις οποίες τα υπολείμματα θα πρέπει να μεταφερθούν στα έξι εργοστάσια αποτέφρωσης, συνολικής δυναμικότητας 1.400.000 τόνων αποβλήτων (Βλ. «Φωτιά στα σκουπίδια, πυρκαγιά στις τσέπες μας», «Εφ.Συν.», 4.8.2025).

Ο ζήλος για την εξυπηρέτηση των μεγαλοεργολάβων φανερώνεται και από τη μεθόδευση που προηγήθηκε με τον ανέφικτο στόχο του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (2020-2030) για σταδιακή μείωση της ποσότητας των αστικών αποβλήτων που οδηγούνται σε υγειονομική ταφή τουλάχιστον στο 10% μέχρι το 2030, νωρίτερα δηλαδή από την ευρωπαϊκή δέσμευση της Οδηγίας 2018/850/Ε.Ε. για το 2035 (με παρατάσεις έως το 2040).

Παράλληλα, το επίμαχο σχέδιο παραβιάζει την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/98/ΕΚ, που ιεραρχεί την καύση στην προτελευταία θέση της πυραμίδας προτίμησης των μεθόδων αντιμετώπισης αποβλήτων, μετά την πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και πριν από τις μεθόδους απόρριψης, όπως η διάθεση απορριμμάτων σε ΧΥΤΑ.

Η επιστημονική κοινότητα και το οικολογικό κίνημα θεωρούν εξίσου προβληματικές την ταφή και την αποτέφρωση και ασκούν πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη μείωση των υπολειμματικών αποβλήτων, τα οποία υφίστανται διαχείριση με αυτές τις δύο μεθόδους. Στην πρότασή του για τον νόμο σχετικά με την κυκλική οικονομία το Zero Waste Europe, ένα δίκτυο φορέων, ακτιβιστών και ειδικών, ξεκαθάρισε προ ημερών πως εάν η Ε.Ε. έχει πάρει στα σοβαρά την εν εξελίξει διαδικασία διαβούλευσης, θα πρέπει να αποφύγει τις πρωτοβουλίες μόνο κατά της ταφής, γιατί αυτές υπάρχει κίνδυνος απλώς να προωθήσουν την αποτέφρωσης απορριμμάτων.

Πάρτε μέτρα κατά της καύσης και της ταφής

Zero Waste Europe προς Κομισιόν

Οι ποσότητες των σκουπιδιών που οδηγούνται σε ταφή και καύση διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών. Ομως, το συμπέρασμα είναι ίδιο. Οπως τονίζει το Zero Waste Europe, η μετατόπιση από το θάψιμο στην πυρά αφήνει στάσιμα τα ποσοστά ανακύκλωσης και φέρνει υπερεπενδύσεις στην καύση.

Το κίνημα προτείνει πολιτικές για τη μείωση της ποσότητας των υπολειμματικών αποβλήτων που αποστέλλονται στα δύο συστήματα, σε τρεις βασικούς άξονες: θέσπιση στόχων για τη μείωση αποβλήτων και την αύξηση της ανακύκλωσης, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα υπολειμματικά απόβλητα που θα καταλήξουν σε ταφή ή καύση, επιβολή υψηλών φόρων ή άλλων μορφών επιβάρυνσης σε ταφή και καύση, επέκταση των μέτρων για την ταφή, ώστε να εφαρμόζονται και στην καύση.

Ζητά επίσης άμεση φορολόγηση ενός εύρους εκπομπών από την αποτέφρωση, με δεδομένο ότι σε χώρες με χαμηλούς ή μηδενικούς φόρους στην καύση η εξαίρεση των μονάδων τους από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της Ε.Ε. (EU-ETS) μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα έμμεσης επιδότησης. Αν βέβαια εισαχθεί ένα σύστημα βασισμένο στη φορολογία των δύο μοντέλων και συνδεδεμένο με τις μετρήσιμες εκπομπές CO₂, τότε δεν θα χρειάζεται η ένταξη της καύσης στο EU-ETS.

© Dreamstime.com

«Μη ρεαλιστικό το σχέδιο, θα καταλήξει σε φιάσκο»

Τους λόγους που καθιστούν μη ρεαλιστικό το σχέδιο εξήγησε ο Τάσος Κεφαλάς, εκ μέρους του Δυτικού Μετώπου, στο πρόσφατο Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής που διεξήχθη με έντονη αστυνομική παρουσία έξω από την αίθουσα της συνεδρίασης («Στην... πυρά η μελέτη για την καύση απορριμμάτων», «Εφ.Συν.»φ).

«Η Ευρωπαϊκή Ενωση χρειάστηκε 28 χρόνια, από το 1995 μέχρι το 2003, για να μειώσει τον μέσο όρο ταφής από το 61% στο 22%. Εμείς, στο αντίστοιχο διάστημα, αυτό που καταφέραμε είναι από το 100% να το μειώσουμε στο 90% και στα επόμενα χρόνια 10%», δήλωσε, για να προσθέσει: «Λένε, θα κάνουμε μια γενναία, ορμητική προσπάθεια μέχρι το 2030 να προδιαλέγουμε το 47% και από εκεί και ύστερα στα επόμενα 25 χρόνια μέχρι το 2054 θα το κρατάμε σταθερό, γιατί πρέπει να έχουμε πολλά σύμμεικτα (σ.σ. τα απόβλητα που δεν έχουν διαχωριστεί). Από τα πολλά σύμμεικτα να παράγουμε τις συγκεκριμένες, πολλές δεσμευτικές ποσότητες αποβλήτων που πρέπει να στέλνουμε στις μονάδες καύσης υποχρεωτικά» είπε.

Οπως τονίζει το Μέτωπο, η κατασκευή των μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων (ΜΕΑ) με σκοπό την παραγωγή απορριμματογενών ενεργειακών πρώτων υλών (ΑΕΠΥ), σε ποσοστό 59,72% επί των εισερχομένων, και ελάχιστα την ανάκτηση υλικών, σε ποσοστό μόνο 12,72%, καθηλώνει σε χαμηλά επίπεδα την προδιαλογή των υλικών και την ανακύκλωση.

Ο κ. Κεφαλάς αμφισβήτησε το χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ΜΕΑ, από τις 13 σήμερα στις 56, σε όλους σχεδόν τους νομούς. Θα πρέπει «να έχουν αναβαθμιστεί όσες από αυτές δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αυτού του σχεδίου να παράγουν αρκετή καύσιμη ύλη, να έχουν δημοπρατηθεί, χωροθετηθεί, αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά και κατασκευαστεί οι νέες. Αν αναρωτιέται κανείς γιατί μας νοιάζει εμάς, που είμαστε κατά, η ρεαλιστικότητα του σχεδίου, η απάντηση είναι ότι αν αυτό, όπως προδιαγράφεται, καταλήξει σε φιάσκο, η διαχείριση των αστικών αποβλήτων όχι μόνο δεν θα έχει πάει ένα βήμα μπροστά, αλλά θα μας γυρίσει χρόνια πίσω για νέα επανεκκίνηση και αφού θα έχουμε φορτωθεί στις πλάτες μας τεράστια κόστη».

«Διαφεύγουν τα πιο επικίνδυνα μικροσωματίδια»

Σκληρή κριτική έχει συγκεντρώσει και η στρατηγική ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των σκουπιδιών στο πλαίσιο της εκχώρησης κομβικών τομέων και αγαθών, όπως επίσης η νέα προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. «Το κυβερνητικό σχέδιο παίρνει το “παιχνίδι” από τους δήμους και το πάει κεντρικά, αντίθετα στη λογική της αποκεντρωμένης διαχείρισης. Και από την πίσω πόρτα προκρίνει την καύση ως κύρια μέθοδο διαχείρισης. Είναι, δε, σαν να βάζεις το κάρο μπροστά από το άλογο. Παρότι έχουμε αποτύχει πλήρως στην ανακύκλωση και δεν γίνεται αξιοποίηση και διαχείριση του οργανικού κλάσματος των βιοαποβλήτων, θέλουν να προχωρήσουν με το υπόλειμμα το οποίο αυτή τη στιγμή είναι 83% στην Ελλάδα και οδηγείται στην ταφή», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο καθηγητής Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Γεράσιμος Λυμπεράτος.

Ανοδος κόστους

«Κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι ξαφνικά θα ανέβουμε στο 65%, που είναι υποχρέωσή μας, στην ανακύκλωση των ανακυκλώσιμων υλικών και των βιοαποβλήτων. Επίσης, είναι σαφές ότι ακόμα και αν πετύχει, που δεν πρόκειται να πετύχει, σου μένει το 35%, που δεν θα έχει καλή θερμική αξία. Θα είναι ασύμφορο οικονομικά. Στη στρατηγική μελέτη παραδέχονται ότι θα ανέβει το κόστος. Και από περίπου 80 ευρώ με το τέλος ταφής τώρα (σ.σ. ανά τόνο απορριμμάτων που πληρώνουν οι δήμοι), θα ανέβει κάπου στα 110 ευρώ. Στην πραγματικότητα μπορεί να ανέβει μέχρι και 300, γιατί από το 2030 θα αρχίσουν να χρεώνονται οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, που θα προκύπτουν φυσικά από την καύση. Επίσης, στη μελέτη αναφέρεται πως υποτίθεται ότι η καύση θα καλύψει το 2% της ενεργειακής ζήτησης, το οποίο είναι αστείο. Είναι απίστευτο να συζητάμε να φέρνουν στην Αττική σκουπίδια από το Βόρειο Αιγαίο και από τις Κυκλάδες» υπογράμμισε.

Σε ερώτηση για την αντιπρόταση του περιφερειάρχη Αττικής, Νίκου Χαρδαλιά, που γνωμοδότησε αρνητικά ως προς την καύση, για πυρόλυση του υπολείμματος, ο καθηγητής απαντά: «Η πυρόλυση δεν θα έχει τις περιβαλλοντικές συνέπειες που έχει η αποτέφρωση (καύση). Είναι μια θερμική πάλι μέθοδος επεξεργασίας, αλλά το πρόβλημα θα είναι ότι πάλι, για να είναι συμφέρουσα, δεν θα συμβαδίζει με υψηλούς στόχους στην ανακύκλωση. Θα μπορούσες να μην κάνεις καθόλου ανακύκλωση και να πας στην πυρόλυση κατευθείαν. Αυτό θα ήταν πιο λογικό, αλλά αντίθετο βέβαια πάλι στην ανακύκλωση».

Οσον αφορά τα περί περιορισμένου περιβαλλοντικού αποτυπώματος της αποτέφρωσης, ο κ. Λυμπεράτος μάς λέει πως αυτή παράγει καταρχάς «καυσαέρια τα οποία υποτίθεται ότι με κατάλληλα φίλτρα μπορείς να μειώσεις την επίπτωσή τους. Η αλήθεια είναι ότι τα πολύ μικρά σωματίδια πάντα θα διαφεύγουν. Και αυτά είναι και τα πιο επικίνδυνα. Γιατί είναι και τα πιο εύκολα εισπνεύσιμα. Επομένως, είναι πολύ σοβαρό το θέμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των επιπτώσεων στην υγεία. Το άλλο είναι η στάχτη η οποία μένει πίσω. Είναι επικίνδυνο απόβλητο και χρειάζεται και αυτό διαχείριση. Αν κάνεις κατάλληλη διαχείριση στη στάχτη, τότε δεν θα πετύχεις και την υποχρέωση της μείωσης των απορριμμάτων στο 10%, που υποτίθεται ότι αποτελεί το βασικό κίνητρο για την καύση. Θα έχεις σαφώς μεγαλύτερες ποσότητες τελικά ως ποσοστό του αρχικού βάρους που θα καταλήγει σε ταφή, και μάλιστα ταφή επικίνδυνων απορριμμάτων, όχι απλή υγειονομική ταφή. Κάτι που δεν υπάρχει σήμερα, γιατί δεν έχουμε καν τέτοια μονάδα».

Εισαγωγή τόνων σκουπιδιών

Μιλώντας για την τάση εγκατάλειψης της αποτέφρωσης από κεντρική μέθοδο στην Ευρώπη, ο καθηγητής φέρνει το παράδειγμα της Σουηδίας, όπου έχουν δημιουργηθεί 34 μονάδες καύσης. «Ηταν η βασική επιλογή να ακολουθήσουν αυτήν την προσέγγιση. Το “πρόβλημα” είναι ότι, επειδή έχουν πολύ υψηλές αποδόσεις στην ανακύκλωση, δεν μπόρεσαν να τροφοδοτούν τις μονάδες με τα υλικά, που είναι κυρίως το πλαστικό, το χαρτί και το χαρτόνι, τα οποία είναι αυτά που έχουν και την υψηλή θερμική αξία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εισάγουν περίπου 1,5 εκατομμύριο τόνους σκουπίδια τον χρόνο από άλλες χώρες, ακόμα και από την Ιρλανδία τώρα. Αυτό είναι προφανώς αντίθετο και στην αρχή της εγγύτητας, που είναι μία από τις βασικές αρχές της Ε.Ε. για τη διαχείριση των απορριμμάτων. Σε κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία και η Δανία, υπάρχει η καύση ως προσέγγιση, στη λογική να μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ενέργεια που μπορούν να πάρουν από εκεί για τηλεθέρμανση».

Από παλαιότερη ακτιβιστική διαμαρτυρία στην έδρα της Περιφέρειας Θεσσαλίας στη Λάρισα για την καύση επεξεργασμένων προϊόντων | EUROKINISSI/LARISSANET.GR

Στην πρωτοπόρα στην ανακύκλωση Γερμανία, όπου το 67%-70% των δημοτικών αποβλήτων ανακυκλώνεται ή κομποστοποιείται, περίπου το 30% οδηγείται κυρίως σε μονάδες καύσης με ανάκτηση ενέργειας, ενώ η ταφή έχει ελαχιστοποιηθεί στο 1%. Στη Γαλλία τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται σε 46%-48% (ανακύκλωση/κομποστοποίηση), 33%-35% (καύση) και 17%-20% (ταφή), σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (Eurostat, 2023).

Η κριτική παραμένει ίδια σε μεγάλες και μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι περιβαλλοντολόγοι υποστηρίζουν ότι η καύση ούτε μειώνει την ποσότητα των απορριμμάτων, που καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής, ούτε παράγει πράσινη ενέργεια. Αντίθετα, ενέχει κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον και υπονομεύει τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, η οποία δίνει έμφαση στην ανακύκλωση και την επαναχρησιμοποίηση, στερώντας πόρους από αυτές για την κερδοφορία των εγκαταστάσεων.

Στην Αυστρία υπάρχουν δώδεκα μονάδες καύσης. Η πρώτη κατασκευάστηκε το 1963 στη Βιέννη, η οποία στοχεύει να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2040. Οι μονάδες φέρεται να τηρούν τα όρια εκπομπών του κανονισμού του 2009, που ορίζει πως τα μη επεξεργασμένα υπολείμματα αποβλήτων δεν θα εναποτίθενται σε χωματερές, αλλά κάτοικοι που ζουν κοντά σε αυτές διαμαρτύρονται τουλάχιστον από τις αρχές του 21ου αιώνα.

Το σύστημα προώθησε την περαιτέρω ανάπτυξη εγκαταστάσεων και δέχεται συνεχώς όλο και περισσότερα απόβλητα από την Ιταλία, λόγω των διαρκών προβλημάτων με τη διαχείρισή τους στη γείτονα, προκαλώντας περιορισμένες αντιδράσεις. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως οι δυνατότητες αποτέφρωσης υπερβαίνουν τον όγκο των οικιακών αποβλήτων, γεγονός που καθιστά ελκυστική την εισαγωγή αποβλήτων από το εξωτερικό. Τέλος, επικρίθηκε η αύξηση της κυκλοφορίας φορτηγών, που φέρνει επίσης αύξηση των εκπομπών.

Βαλκάνια

Στη Ρουμανία η κυβέρνηση ανέσυρε στην αρχή του έτους μια πρόταση, η οποία μετρά δέκα χρόνια, για την κατασκευή μονάδας καύσης στο Βουκουρέστι, με τα ίδια επιχειρήματα, ότι η υγειονομική ταφή είναι ο πιο ρυπογόνος τρόπος απόρριψης αποβλήτων και για τις ανάγκες παραγωγής (περίπου το 5%) της θερμικής ενέργειας της πόλης. Στη βαλκανική χώρα η αποτέφρωση υπόκειται σε ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, που όμως δεν τηρείται πάντα.

Τον περασμένο Ιούλιο η υπουργός Περιβάλλοντος, Ντιάνα Μπουζοϊάνου, ανέφερε πως η καύση αποβλήτων έχει εξελιχθεί σε «επικίνδυνη και κερδοφόρα πρακτική» για ορισμένους φορείς, που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Υποσχέθηκε ότι οι Αρχές θα λάβουν αυστηρά μέτρα κατά τέτοιων πρακτικών και προανήγγειλε τη διενέργεια νέων ελέγχων. «Οσοι κερδίζουν χρήματα από την αποτέφρωση απορριμμάτων, πρέπει να πληρώσουν», δήλωσε. Οι δημόσιες διαμάχες για το θέμα πάντως είναι σπάνιες. Αλλά το 2022, ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος, Λάζλο Μπόρμπελι, κατηγορήθηκε για καθυστέρηση της νομοθετικής διαδικασίας και στήριξη όσων καίνε παράνομα απόβλητα. Ο υπουργός διέψευσε ότι το σχέδιο νόμου είχε σημαντικά κενά και δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

Στη Βουλγαρία υπάρχουν οκτώ μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις, όλες ιδιωτικές, που καίνε απόβλητα και παράγουν το καύσιμο RDF, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στα μεγάλα εργοστάσια τσιμέντου. Παλαιότερα είχε σχεδιαστεί η κατασκευή ενός αποτεφρωτήρα που θα λειτουργούσε κοντά στο κέντρο της πόλης για τη δημοτική εταιρεία τηλεθέρμανσης της Σόφιας, Toplofikatsiya Sofia, και θα χρηματοδοτούνταν από την Ε.Ε. Η προκήρυξη των διαγωνισμών καθυστέρησε και τα χρήματα χάθηκαν, ενώ στο μεταξύ οι διαμαρτυρίες από πολιτικούς και από περιβαλλοντικούς ακτιβιστές πλήθαιναν.

Προσπαθώντας να αποκρούσουν τις προειδοποιήσεις για επιδείνωση της ήδη σοβαρής ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη Σόφια, δημοτικοί αξιωματούχοι υποστήριζαν ότι η τεχνολογία θα ελαχιστοποιούσε τις επιβλαβείς εκπομπές. Το 2023 το σχέδιο ακυρώθηκε πλήρως από τον κυβερνητικό συνασπισμό που ανέλαβε την εξουσία και αποτελείται από κόμματα που είχαν εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή τους. Ωστόσο, απουσία κινήτρων για ανακύκλωση, η πόλη πληρώνει πάνω από 10 εκατ. ευρώ ετησίως για την επεξεργασία RDF σε τσιμεντοβιομηχανίες και δύο σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα. Επιπλέον έξοδα προκαλεί και εκεί η μεταφορά του RDF σε αποστάσεις που ξεπερνούν ενίοτε τα 400 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα.

*Το άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος PULSE, στο οποίο συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα η «Εφ.Συν.». Συνεργάστηκαν οι Manuel Escher (Der Standard, Αυστρία), το Vlad Barza (HotNews.ro, Ρουμανία) και Zornitsa Lateva (Mediapool, Βουλγαρία) 

Πηγή: efsyn.gr