Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ «IΘΑΚΗΣ»
Τρίτη, 25/11/2025 - 18:11ΜΑΝΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
Μόλις ανακοινώθηκε από τον εκδοτικό οίκο ότι η πρώτη έκδοση των 33.000 αντιτύπων της «Ιθάκης» εξαντλήθηκε μέσα σε λίγες ώρες. Πρόκειται για μια εμπορική επίδοση που, με τις τρέχουσες τιμές αγοράς, μεταφράζεται σε έσοδα που ακουμπούν το ένα εκατομμύριο ευρώ μέσα στην πρώτη ημέρα κυκλοφορίας.
Στο σημείο αυτό ωστόσο, και για να μιλάμε με στοιχειώδη σοβαρότητα σε μια χώρα όπου όλοι εμφανίζουν τον εαυτό τους ως διακονούμενο της αλήθειας και της διαφάνειας, θα είχε ενδιαφέρον ο εκδότης να δημοσιοποιήσει —όχι προφορικά, αλλά με τα σχετικά παραστατικά— τα τιμολόγια του τυπογραφείου, τις πραγματικές εκτυπωτικές δαπάνες, το κόστος παραγωγής και τη δομή του οικονομικού μοντέλου που στηρίζει μια τέτοια «πρωτοφανή» επιτυχία.
Η οικονομική διάσταση ενός πολιτικού βιβλίου δεν είναι ουδέτερη. Είναι μέρος της αφήγησης, της εξουσίας και της ίδιας της κατασκευής του μύθου που επιχειρεί να επιβληθεί στο δημόσιο χώρο.
Πάμε λοιπόν…
******
Το πρώτο, και καθόλου αμελητέο, σοβαρό πρόβλημα που συναντά κανείς ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της «Ιθάκης» είναι η εκκωφαντική απουσία ενός ευρετηρίου ονομάτων. Δεν πρόκειται για λεπτομέρεια τυπογραφικής φιλολογίας ούτε για παράλειψη βιβλιογραφικού savoir-faire.
Είναι το υλικό σύμπτωμα ενός βιβλίου που δεν θέλει να είναι πραγματικό αρχείο.
Η έλλειψη ευρετηρίου δεν δείχνει απλώς αμέλεια. Εκφράζει μια βαθύτερη πρόθεση: την άρνηση του συγγραφέα να εκτεθεί στη διασταύρωση, στη σύγκριση, στη διαφάνεια των αναφορών του. Το ευρετήριο είναι, στη βιβλιοεπιστήμη, ο τόπος όπου ο αναγνώστης μπορεί να ανασυντάξει τη δομή της αφήγησης παρά την εκούσια σειρά του συγγραφέα.
Με άλλα λόγια, είναι η στιγμή που το κείμενο χάνει το μονοπώλιο πάνω στο νόημα. Εδώ, η απουσία του ευρετηρίου λειτουργεί ως κλείδωμα: ως ένας ακόμα τρόπος να παραμείνει το βιβλίο ένας αδιαφανής θόλος, όπου τα πρόσωπα εμφανίζονται και εξαφανίζονται με τον ρυθμό που επιβάλλει ο αφηγητής και όχι η ιστορικότητα της περιόδου.
Αυτό το δομικό χαρακτηριστικό προϊδεάζει για όσα ακολουθούν στις 726 σελίδες, τις οποίες ολοκλήρωσα με αίσθηση διαρκούς πνιγμού και αυξανόμενης δυσπιστίας. Διότι όσο προχωρά η αφήγηση, τόσο γίνεται σαφές ότι η «Ιθάκη» δεν είναι αποτέλεσμα της ανάγκης να αποδοθεί η πραγματικότητα, αλλά ενός επίμονου σχεδίου να διασωθεί η εικόνα του συγγραφέα.
Το βιβλίο οργανώνεται γύρω από μία μυστικιστική σχεδόν επιτελεστικότητα: την ιδέα ότι ο πρώην πρωθυπουργός υπήρξε το θύμα μιας ακατάληπτης γεωπολιτικής δίνης, ότι κάθε του επιλογή υπήρξε μονόδρομος, ότι κάθε στρατηγική, ακόμη και η πιο καταστροφική, ήταν προϊόν εξωτερικών πιέσεων και όχι εσωτερικής απόφασης.
Οι περιγραφές των ακραίων συνθηκών —οι συναντήσεις με Μέρκελ, Ολάντ, Ομπάμα, Πούτιν, οι διαπραγματεύσεις που εκτυλίσσονται σαν να είναι θέατρο πολέμου, οι αρτηριακές πιέσεις της Ευρωζώνης— χρησιμοποιούνται όχι ως τρόπος να φωτιστεί η ιστορική πολυπλοκότητα, αλλά ως μηχανισμός αποσυλλογής της ευθύνης.
Το μοτίβο είναι παντού το ίδιο: ο συγγραφέας τοποθετεί το σκηνικό έτσι ώστε το ίδιο το βάρος της ιστορίας να δικαιολογεί, σχεδόν να προκαθορίζει, τις επιλογές του. Το δημοψήφισμα του 2015, οι κωλοτούμπες της επόμενης μέρας, το τρίτο μνημόνιο —τα συναντά κανείς όχι ως πολιτικές αποφάσεις που ελήφθησαν, αλλά ως ιστορικά «συμβάντα» που επέπεσαν πάνω στον Τσίπρα σαν φυσικά φαινόμενα.
Δεν υπάρχει πουθενά η οριακή αναγνώριση ότι μία κυβέρνηση έχει πάντοτε περισσότερα από ένα μονοπάτια.
Υπάρχει μόνο η απόπειρα να πεισθεί ο αναγνώστης ότι υπήρχε ένα και μόνο μονοπάτι, και αυτό ήταν το μονοπάτι που επέλεξε ο συγγραφέας.
Όταν δε η αφήγηση αγγίζει το πεδίο της «υποκειμενικότητας», η κατάσταση χειροτερεύει. Στη θεωρία, η προσωπική ματιά θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ειλικρινής παραδοχή των ορίων της αφήγησης.
Στην πράξη, η υποκειμενικότητα στη «Ιθάκη» χρησιμοποιείται ως προληπτική συγχωρητική ευχή. Ο συγγραφέας λέει εξαρχής «αυτή είναι η δική μου οπτική», αλλά αυτή η δήλωση λειτουργεί όχι ως κριτική επίγνωση, αλλά ως ασπίδα για όσα δεν θα ειπωθούν ποτέ.
Σημαντικά επεισόδια προσπερνιούνται πνιχτά. Άβολες στιγμές της διακυβέρνησης πετιούνται στο περιθώριο με μια φράση. Ζητήματα ηθικής τάξης —αυτά που όρισαν το πώς είδε η κοινωνία εκείνη την εξουσία— παρουσιάζονται σχεδόν σαν φευγαλέες λεπτομέρειες. Λες και η πολιτική μνήμη μπορεί να περάσει στο ντούκου.
Οι παρεμβάσεις που παρουσιάζονται ως «αυτοκριτική» δεν είναι αυτοκριτική, είναι λογοτεχνικά διακοσμητικές παρενθέσεις. Μικρές, προσεκτικά επιλεγμένες παραδοχές —η Novartis, οι τηλεοπτικές άδειες, η επιλογή του Παππά μετά την καταδίκη, η υποτίμηση του παράγοντα Βαρουφάκη— χρησιμοποιούνται ως μάρτυρες «ωριμότητας», χωρίς όμως να αγγίξουν ποτέ τον πυρήνα του προβλήματος: τη βαθιά, στρατηγική μετάπτωση ενός κόμματος που υποσχέθηκε ρήξη και παρέδωσε ένα τρίτο μνημόνιο.
Δεν υπάρχει στο βιβλίο ούτε μία παράγραφος που να αναλύει πραγματικά πώς συνέβη η μετάλλαξη.
Δεν υπάρχει ούτε μια φράση που να εξηγεί την απότομη εγκατάλειψη του αντιμνημονιακού προτάγματος. Η αυτοκριτική λειτουργεί ως ψιμύθιο – όχι ως κάτοπτρο.
Το κεφάλαιο των προσώπων είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικό, όχι για όσα λέγονται, αλλά για όσα δεν λέγονται. Οι συνεργάτες και οι πρώην σύμμαχοι λειτουργούν ως προσωπεία στη μονολογική σκηνή που έχει στήσει ο συγγραφέας. Ορισμένοι στοχοποιούνται με τρόπο σχεδόν εκδικητικό —ο Λαφαζάνης και η Κωνσταντοπούλου αντιμετωπίζονται μέσα από φίλτρα που αγγίζουν το πολιτικό απαξιωτικό δελτίο— ενώ άλλοι, όπως ο Καμμένος, ο Τσακαλώτος ή οι τωρινοί πρωταγωνιστές του ευρύτερου χώρου, εμφανίζονται σε βαθμό που θα έκανε έναν εξωτερικό αναγνώστη να υποθέσει ότι σχεδόν δεν υπήρξαν.
Σαν να υπήρχε πάντα ένας και μόνος ρυθμιστής της ιστορίας και όλοι οι άλλοι ήταν περιφερειακός φωτισμός. Η ισοπέδωση των προσώπων και των ρόλων τους δεν είναι τυχαία. Είναι τρόπος να ανασυνταχθεί, να «καθαριστεί» η ιστορική εικόνα.
Ωστόσο, το πραγματικό κέντρο βάρους της «Ιθάκης» είναι το τελευταίο της στρώμα: η απόπειρα να εμφανιστεί ως βιβλίο παρακαταθήκης, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί προσεκτικά διαχειρισμένο προοίμιο πολιτικής επανεμφάνισης.
Δεν διαβάζουμε ένα έργο απολογισμού.
Διαβάζουμε ένα έργο προεξόφλησης.
Ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να προλάβει τις επόμενες πολιτικές εξελίξεις, κατασκευάζοντας μια αφήγηση που θα επιτρέπει στον συγγραφέα να επιστρέψει χωρίς τις αλυσίδες των αποτυχιών που στο συλλογικό φαντασιακό τον συνοδεύουν.
Μιλώντας για «Πυξίδα» στο τέλος, το βιβλίο υπόσχεται ένα μέλλον χωρίς όμως να το περιγράφει, χωρίς να το αναλαμβάνει, χωρίς να το εξειδικεύει. Είναι μια φόρμουλα προεκλογικής διαθεσιμότητας χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
Και τούτο είναι το βαθύτερο πρόβλημα της «Ιθάκης». Όχι ότι επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία —όλοι οι πολιτικοί το κάνουν. Αλλά ότι το κάνει με τρόπο που αποσιωπά συστηματικά τις φωνές της κοινωνίας, δηλαδή των ανθρώπων που βίωσαν το κόστος των επιλογών.
Οι αδύναμοι, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, αυτοί που πλήρωσαν το τότε και πληρώνουν το τώρα, εμφανίζονται στο βιβλίο μόνο ως αφηρημένη κατηγορία.
Δεν υπάρχει πραγματική, σαρκική, πολιτική σύλληψη της καθημερινότητας.
Δεν υπάρχει η στοιχειώδης αναμέτρηση με τη σημερινή συνθήκη: ακρίβεια, εξάντληση, κοινωνική κόπωση.
Το βιβλίο κλείνει πριν καν ανοίξει το παρόν.
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, την ανάγνωση αυτών των 726 σελίδων, το συμπέρασμα είναι αμείλικτο: η «Ιθάκη» δεν είναι ο τόπος της επιστροφής στην αλήθεια, αλλά ο τόπος της επιστροφής στην αυτοδικαίωση.
Και η απουσία ευρετηρίου στο τέλος μοιάζει, εκ του αποτελέσματος, όχι ως παράλειψη, αλλά ως ειρωνική μεταφορά: δεν υπάρχουν καταλογογραφημένα πρόσωπα, επειδή το μόνο πρόσωπο που δικαιούται να μείνει αλώβητο, μη-ελέγξιμο, μη-αντιπαραβαλλόμενο, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Κι αυτή η επιλογή, όσο κι αν ντύνεται με ρητορικές περί ιστορικής μαρτυρίας, δεν είναι τίποτε άλλο από μια επίπονα επιμελημένη προσπάθεια να ξεφύγει ο ίδιος από την κρίση του χρόνου —και ταυτόχρονα να προετοιμάσει ένα νέο πολιτικό πέρασμα, ξανά «εν λευκώ», ξανά χωρίς ευρετήριο.
Καλημέρα!!!
Πηγή: facebook