Ποιήμα για την Ανθρωπότητα & τη Νέα Τάξη Πραγμάτων
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΙΟΠΟΥΛΟΥ
MSc Συμβουλευτικής (Τ) Ψυχοθεραπείας
Αγέννητος ©
Δεν είμαι δα και τόσο μικρός, μα με θεωρώ ακόμα νέο…
MSc Συμβουλευτικής (Τ) Ψυχοθεραπείας
Αγέννητος ©
Δεν είμαι δα και τόσο μικρός, μα με θεωρώ ακόμα νέο…
αλλά πρόλαβα ξέρεις και κάποτε έγραφα με μολύβι και ζωγράφιζα με κάρβουνο,
ν ’ακούω το θόρυβο από τις πληγές της ανθρώπινης ψυχής και ύστερα να βλέπω,
το πώς έκαμα μια μουτζούρα στον απόηχο ενός δένδρου.
Πλέον οι πληγές μεγαλώνουν αλλά μηδέ ήχους ακούμε,
μήτε μουτζούρες βλέπουμε. Όλα είναι αποστειρωμένα… Το προσέξατε;
Η αγωνία μας δεν αποτυπώνεται πουθενά πια,
παραμένει κρυμμένη να θρέφεται από τις ρυτίδες της νιότης.
Και ποιο παιδί άραγε κυλίστηκε στις λάσπες στο παίγνιο της ζωής
και γύρισε στη μάνα του με καθαρισμένο ιδρώτα και με λευκά λινά σιδερωμένα;
Τώρα πια ακόμα κι ο γυρισμός φαντάζει δύσκολος,
λόγω της ομιχλώδους δυστοπίας, που αναδύεται πλέον από τα σπάργανά της.
Μπουσουλούσε χρόνια χωρίς να την καταλαβαίνουμε,
αθόρυβα κάτω από τη σκέψη μας, αόρατη· να υφαίνει το σκοτεινό της όραμα,
κι έτσι ωρίμαζε με το δικό μας γάλα.
Ποιος να πίστευε πως εμείς θα μεγαλώναμε τελικά, το μελλοντικό μας δήμιο.
Σύντομα φτάνει στην εφηβεία και όσο σιωπούμε…
συναινούμε, ταΐζοντας διαρκώς το αδηφάγο και σκιερό αυτό μόρφωμα,
οδηγώντας το έτσι προς την ενηλικίωση του
και δη την εκ γονάτων συμμόρφωση μας.
Κι έτσι ο καπνός ολοένα και πύκνωνε στον αέρα που αναπνέουμε,
μια προοικονομία θαρρώ… πως πλέον τον πληρώνουμε με ηλεκτρονικά αργύρια.
Το αναφαίρετο δικαίωμα προς ζωή, είναι πλέον υπόδικο
κι εμείς είμεθα οι δικασταί και οι θύται συνάμα.
Έτσι λοιπόν λίγοι καταλαβαίνουν και ακόμα πιο λίγοι φωνασκούν.
Κι απ’ αυτούς ακόμα, οι μισοί το κάμουν ψιθυριστά,
να φανεί πως πάλεψαν…
αλλά όχι τόσο δυνατά ώστε να θρέψουν Αντίσταση.
Έτσι εξαγοράζουν μια καθαρή συνείδηση και μια επίπλαστη ασφάλεια
προς τους νέους τιθασευτές του είδους… πως δε διέγειραν σε ανυπακοή.
Τόσα χρόνια τα ώτα μας εόρταζαν με ευθυμίες και πανηγύρια,
με χαρά και γέλωτες, από παιδιά που ανακάλυπταν τον κόσμο της ζωής.
Σ’ αυτόν που κι εσύ ανήκες κάποτε… θυμάσαι;
Kαι ξάφνου έβηξες Φόβο και ξέχασες το τι σημαίνει Φως.
Ξέχασες το τι σημαίνεις Συ κι έτσι πορεύτηκες,
σα να μην υπήρξες ποτέ Άνθρωπος και με δαύτη τη σκληρότητα
έπλασες το πήλινο όραμα σου, γιομάτο ακάνθους…
να σπέρνει πληγές στους διαφωνούντες και τους ασυμμόρφωτους αυτού του τόπου.
Χαρίσαμε το Φως μας και μας δωρίσαμε το κάρβουνο,
να’ χουμε να θυμόμαστε το πώς κούρνιαζαν οι σφιχταγκαλιασμένοι πόθοι μας.
Σεις που το κεφάλι διστακτικά σκύβετε, να ξέρετε πως εμείς,
με κείνο το κάρβουνο μάθαμε να ζωγραφίζουμε
κι όσων το λέει ακόμα η καρδιά τους,
φούμο το κάνουν κάτω απ’ τα βλέφαρα.
Άλλοι για να κρύψουν τα δάκρυα τους
κι άλλοι για να σώσουν τα παιδιά,
απ’ το στάξουν τα δικά τους.
Βλέπεις· γιγνώσκουν το τι κοντοζυγώνει.
Και τώρα λένε οι άριστοι που τόσο κάποιοι εμπιστεύτηκαν,
πως ακόμα και η καύση ξύλου ταξιδεύει τον ιό,
άρα κι αυτό θα προσπαθήσουν να το απαγορέψουν,
εις την δήθεν διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Να παγώσουμε μεις, για να λιώσει το παγωμένο κλουβί,
που κρατάει εγκλωβισμένη την αρρώστια της ψυχής τους.
Ο μόνος ιός που δέχονται είναι αυτός, διότι τον πραγματικό Υιό
κάποιοι τον εμίσησαν κι άλλοι τον απαρνήθηκαν
εις τον βωμόν της δόξας και του πλούτου, δημιουργώντας έτσι
μια διαστρεβλωμένη επιγενετική έκφραση της άλλοτε ανθρωπότητας.
Κι αν συνεχίσουμε το δρόμο τούτο φίλοι μου… τότε θαρρώ,
μηδέ θα υπάρχει βλέμμα να κοιτάξεις, μήτε μυρωδιά να κάψει τα ρουθούνια μας.
Πόσο μας λείπει η φασαρία της ζωής…Πόσο μας λείπει ο Άνθρωπος.
Πόσο μας λείπει ο Θεός μέσα μας.
Και τι θ' απογίνει κείνο το τρυφερό φιλί;
Τι θ' απογίνει κείνο το άγγιγμα, που και το τσιμέντο έκαμε σκόνη;
Μου λέτε, ώ συνοδοιπόροι;
Κι έτσι απέμεινε σαν εμβοή, ο επιθανάτιος ρόγχος της ανθρωπότητας.
Να σπαρταρά και να προσεύχεται στον καλπάζοντα Ελληνισμό,
που κι αυτός πια αργοσβήνει με τη σειρά του.
Τα ζωγράφιζε ο τρελός του χωριού κι όλοι τον κοροϊδεύαν
οι Έλληνες ν’ ανηφορίζουν μόνοι και ν’ αφήνουν τ’ άλογα πίσω στον κάμπο.
Δυο τρεις τον καταλάβαν μόνο
και ξάφνου πήραν κι αυτοί το βάπτισμα του τρελού.
Θα δεχτούμε να γίνουμε κείνοι άραγε...
Κείνοι που θυσίασαν τη ζωή τους, προκειμένου να μην πεθάνουν στη φαντασία τους;
Γινόμεθα θεατές στη νεκρώσιμη ακολουθία των ίδιων μας των ψυχών.
Νομίζαμε πως η μυρωδιά του χειμώνα, ήταν τα καμένα ξύλα στα τζάκια,
μα λίγοι καταλάβαιναν πως ήταν η μυρωδιά της φτώχειας. Η επιδημία που αγνόησαν.
Καίει κάθε χειμώνα ξανά και ξανά και κανείς δε βλέπει το προσάναμμα που ρίχνει.
Ρινίσματα ανεκπλήρωτων στόχων και αποκαΐδια ονείρων που δε ξύπνησαν.
Οράματα που παρέμειναν στο σκοτάδι και βιβλία που δε γράφτηκαν,
για χείλη που δεν αγγίχτηκαν, για σπίτια που δε χτίστηκαν, γιατί δεν είχαν ν’ αγκαλιάσουν μέλλον.
Ύψιστο αμάρτημα να τιμωρεί κανείς τον άνθρωπο, να μένει ορφανός από τοκετό.
Αγέννητος.